id |
5b256bad-24c8-4de3-9726-5851268c388e
|
title |
Πρίμο Λέβι (1919- 1987) /
|
spellingShingle |
Πρίμο Λέβι (1919- 1987) /
|
publisher |
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
|
url |
https://www.youtube.com/watch?v=Dx1wODfvK5Y&list=PLW3V1R3KCG4kPnCm6wzPfL2de57fb5vMf
|
publishDate |
2019
|
language |
el
|
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/4941/b9d9/6603/3c7d/e832/bf5d/1d11/49da/4941b9d966033c7de832bf5d1d1149da.jpg
|
organizationType_txt |
Βιβλιοθήκες
|
durationNormalPlayTime_txt |
5510
|
genre |
Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
|
genre_facet |
Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
|
asr_txt |
Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλοι της Θενικής Βιβλιοθήκης, καλησπέρα. Όταν σχεδιάζαμε αυτή την εκδήλωση και συμμαδέψαμε αυτή τη μέρα για να την κάνουμε, δεν είχαμε προσέξει ότι σήμερα είναι η μέρα που αρχίζει το Εβραϊκό Πάσχα. Έτσι θέλω να πω ότι αφενός είναι κατανοητή η μη μαζική παρουσία των φίλων μας των Εβραίων στην εκδήλωση και αν τυχόν υπάρχουν κάποιοι που δεν τους βλέπω, ευχόμαστε χρόνια πολλά. Είναι μια διεθνής επέτειος στα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου συγγραφέα Πρυμολεύη και η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μπορούσε παρά να έχει μια εκδήλωση για το έργο του. Οι ομιλητές θα είναι δύο, ο Θανάσης Γιαλκέτσις που έχει ασχοληθεί αρκετά με τον Πρυμολέου και ξέρει βαθιά το έργο του και εγώ. Μετά το τέλος των εισηγήσεων θα έχουμε ένα χρονικό περιθώριο να συζητήσουμε. Ξεκινάμε με τον Θανάση Γιαλκέτσι. Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης διαπράχθηκε το μέγιστο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εξοντώθηκαν εκεί εκατομμύρια άνθρωποι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ήταν ένα μαζικό έγκλημα ψυχρά αποφασισμένο, επιστημονικά εντός εισαγωγικών σχεδιασμένο, με σχολαστική επιμέλεια εκτελεσμένο. Εκείνοι που συνέλαβαν και οργάνωσαν αυτή τη φοβερή μηχανή του θανάτου, ήταν οι ίδιοι τόσο πολύ πισμένοι για την τέλεια λειτουργία της, για την τελείωτοιτά της, ώστε πίστευαν ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει κανείς για να αφηγηθεί όσα είδε και όσα έζησε. Και πράγματι η συντηρητική πλειονότητα των κρατουμένων θανατώθηκε, όπως ξέρουμε. Λίγοι είχαν την τύχη να επιζήσουν και ακόμα λιγότεροι είχαν τη δύναμη να αφηγηθούν όσα έζησαν. Ας αναλογιστούμε μόνο πόσο πελόρια, πόσο αδιανόητοι θα ήταν οι φρίκοι, πόσο γοερός και αβάστακτος θα ήταν ο θρύνος, αν καθένας από αυτά τα εκατομμύρια των νεκρών μπορούσε να αφηγηθεί το μαρτύριο που έζησε και τις συνθήκες του θανάτου του. Με τον εκτοπισμό και τον εγκλεισμό του στο Άουσβιτς, ο Πρίμω Λέβη έγινε μάρτυρας και ενός άλλου τρομερού εγκλήματος. Της θανάτωσης της ανθρώπινης ψυχής, της εκμηδένησης της ανθρώπινης υπόστασης, της υποβάθμισης της ύπαρξης σε μια πρωτόγονη, ζωώδη και βάρβαρη κατάσταση. Σε αυτό το σύμπαν του τρόμου, δήμιοι και θύματα, αφεντικά και σκλάβοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, έχαναν την ανθρωπιά τους και αποκτηνώνονταν. Αν ήθελες να αποφύγεις ή έστω να αναβάλεις προσωρινά το θάνατο, έπρεπε να χάσεις την ανθρώπινη ταυτότητά σου και να μεταμορφωθείς σε ζώο που μάχεται με όλα τα μέσα για να επιβιώσει. Έπρεπε να δίνεις μια καθημερινή μάχη εναντίον της πείνας, του κρύου, της σωματικής εξάντλησης και κόπωσης, των ξυλοδαρμών, των εξευτελισμών, της αίσθησης κυρίως του επερχόμενου θανάτου. Εδώ, γράφει ο Λέβη, ο αγώνας για την επιβίωση είναι ανελέητος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και βασανιστικά μόνος του. Για να επιζήσει κανείς, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί στη μάχη του ενός εναντίον όλων. Οι Ναζιστές εξουσιαστές πίστευαν ότι οι κρατούμενοι δεν ανήκουν στον ανθρώπινο είδος, χρησιμοποιώντας συνειδητά την πείνα, το κρύο, τους κυλοδαρμούς, τις τιμωρίες, την καταναγκαστική εργασία, τους εξευτελισμούς, απέβλεπαν στο να μετατρέψουν τους κρατούμενους σε υπανθρώπους, να τους επιβάλλουν συμπεριφορές που έμοιαζαν ζωώδεις. Μπορούσαν έπειτα, με ήσυχη συνείδηση, να συμπεριφέρονται απάνθρωπα σε αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, σαν να ήταν πράγματι ζώα. Ο εξευτελισμός τους ήταν αναγκαίως εντός εισαγωγικών, προκειμένου να μειωθεί το αίσθημα ενοχής των εκτελεστών. Αν τα θύματα, ας πούμε, δεν είναι άνθρωποι, αλλά είναι κάτι σαν ταποντίκια, άλλωστε με απολυμαντικό για ταποντίκια των καραβιών, τους στέλνανε στους θαλάμους αερίων, τότε δεν θα είχε κανείς καμία ηθική αναστολή να τα εξοντώνει. Αυτή την επιδίωξη της εκμηδένησης της ανθρώπινης υπόστασης υπηρετούσε πιστά το μοχθηρό τελετουργικό της υποδοχής της δεξίωσης των κρατουμένων και της ένταξής τους στις ιεραρχίες και τις πειθαρχίες του στρατοπέδου. Τους υποδέχονταν με προπυλακισμούς, με κλωσσιές και γροθιές, με βάρβαρα ουρλιαχτά, μετά από πολύωρη και εξουθενωτική ορθοστασία, αφού τους αφαιρούσαν τα υπάρχοντά τους, τα λιγοστά, τα χαρτιά τους, τα παπούτσια, τα ρολόγια τους, ό,τι είχαν στις τσέπες τους, ακολουθούσε το ομαδικό ολικό ξεγύμνομα μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά για το Λέβι και το ξύρισμα του κρανίου. Οι υμνοί, όρθιοι και καταπτοημένοι, έπαιρναν κάποια ράκη αντί για ρούχα και σπρώχνονταν με κραυγές και χλεβασμού στα παραπήγματα. Από την αρχή αντιλαμβάνονταν με θλίψη ότι σε αυτή την επίγεια κόλαση κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο την αξιοπρέπειά τους και τη λογική τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Μια βελώνα θα χαράξει στο αριστερό τους χέρι ανεξίτηλο στίγμα, στο αριστερό τους μπράτσο έναν αριθμό, όπως γίνεται με τα ζώα που προέρχονται για το σφαγείο, και το καινούργιο όνομα του Πρυμολεύη θα είναι στο 6-174-517. Επειδή δεν τους δίνουν κουτάλια, ενώ όπως ανακάλυψε μετά υπήρχε αποθήκη γεμάτη με κουτάλια, τρώνε την καθημερινή σούπα πίνοντας και γλύφοντας με τη γλώσσα σαν σκύλη. Η καταναγκαστική εργασία για την οποία προορίζονται είναι μια εξαντλητική εργασία για δούλους, για όντα υποβαθμισμένα σε υποζύγια που κουβαλάνε ασίκοτα βάρη και σέρνονται βρώμικα πάνω στο χώμα. Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις ζωντανός, να μην κατατήσεις πολύ γρήγορα μουσουλμάνος που στη γλώσσα του στρατοπέδου σημαίνει ένας σωματικός και ψυχικός ράκος, ένα φάντασμα που λιμοκτονεί και μοιάζει με σκελετό, αυτό που ξέρουμε από τις εικόνες που έχουμε από τα στρατόπεδα. Ακόμα πιο δύσκολο όμως από το να επιζήσεις είναι να παραμείνεις άνθρωπος, να διασώσεις κάτι από τον ηθικό σου κώδικα και την αξιοπρέπειά σου. Για να επιζήσεις πρέπει να σκληρήνεις, να γίνεις και εσύ κακός, να κλέψεις αν είναι δυνατόν το ψωμί και τη μερίδα του διπλανού σου, να είσαι ανελέητος με τους αντίζυλους και ανταγωνιστές σου στην άγρια μάχη της επιβίωσης. Πρέπει, γράφει ο Λέβη, ανοίγω εισαγωγικά, να πνίξεις κάθε έννοια αξιοπρέπειας, να σβήσεις το φως της συνείδησης, να κατεβείς στο πεδίο της μάχης σαν βάρβαρος εναντίον βαρβάρων. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο εξατλητικός αγώνας του ενός εναντίον όλων συνεπαγόταν μυρή αταπεινοτικότατος συμβιβασμός, εξευτελισμούς και υποχωρήσεις. Να επιζήσεις χωρίς να αρνηθείς τίποτα από τον ηθικό σου κόσμο, γράφει ο Λέβη, εκτός από περιπτώσεις μεγάλης εύνοιας της τύχης ήταν δυνατόν μόνο σε ελάχιστος και αυτοί ήταν άνθρωποι ανώτεροι από τη στόφα των αγίων ή των μαρτύρων. Στο στρατόπεδο ο αγώνας για την επιβίωση έπαιρνε άγριας και πρωτόγονες μορφές και ο νόμος της ζούγκλας ήταν σε πλήρη ισχύ και γινόταν αποδεκτός από όλους ή μάλλον ορθότερα σχεδόν από όλους. Από τις ιστορίες που αφηγείται ο Λέβη συμπερένουμε ότι υπήρχαν και ορισμένες θαυμαστές εξαιρέσεις. Υπήρχαν δηλαδή ορισμένοι κρατούμενοι που διέσωσαν την ανθρωπιά τους χωρίς να είναι άγιοι ή μάρτυρες. Τέτοια ήταν για παράδειγμα η περίπτωση του αδελφικού φίλου του Λέβη, του 22χρονου Αλμπέρτο, ο οποίος επέδειξε μιαν εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής και κατόρθωσε να παραμείνει ακέραιος και αδιάφθορος. Ο Αλμπέρτο δεν έγινε όμως και σκληρός. Πάλευε για να επιζήσει παραμένοντας φίλος με όλους λέει σε εισαγωγικά ο Λέβη. Παρόμοια θαυμαστή περίπτωση ήταν και εκείνη του Γάλλου Ζαν από την Αλτσατεία, του κλητήρα γραφέα στο κομάντο χημείας που επειδή ήταν μικρούλης ο Λέβη τον αποκαλούσε Πίκολο. Ο Πίκολο ήταν και αυτός πολυμήχανος, σωματικά δυνατός και ταυτόχρονα ύπιος και φιλικός. Η γενική εικόνα της ζωής του Άουσβιτς που περιγράφει ο Λέβη απέχει πολύ, όπως ο ίδιος γράφει εισαγωγικά, από τη σχηματική εικόνα των καταπιεσμένων που ενώνονται, εάν όχι σε κοινή αντίσταση, τουλάχιστο για να υπομείνουν την κοινή δυστυχία, κλείνοντα εισαγωγικά. Γιατί? Γιατί στο φτρατόπενο οι κρατούμενοι διαιρούνται σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. Εξηγεί ο Λέβη σε κάθεστος εχμαλωσίας, προσφέρεται σε μερικούς σκλάβους μια προνομιακή θέση, κάποια άνεση και μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης, απαιτώντας σε αντάλλαγμα την απάρνηση της αλληλεγγύης προς τους συντρόφους. Και σίγουρα θα υπάρξει, συνεχίζει, αυτός που θα δεχτεί. Αυτός θα εξερεθεί από τον κοινό νόμο και θα είναι απρόσβλητος. Και όσο περισσότερη εξουσία θα του δοθεί, τόσο πιο μισιτός και απεχθής θα γίνεται. Ο προνομιούχος κρατούμενος θα γίνει ομός και τυραννικός, γιατί αν δεν επιδείξει ομότητα, κάποιος άλλος που θα κριθεί καταλληλότερος θα πάρει τη θέση του. Η διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων κρατούμενων δείχνει ότι η πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων είναι πιο περίπλοκη από τη σχηματική και απλουστευτική εικόνα, σύμφωνα με την οποία όλο το κακό βρίσκεται από τη μια μεριά και όλο το καλό από την άλλη. Υπάρχουν δηλαδή σκλάβοι που μεταμορφώνονται γρήγορα σε εξουσιαστές και σπέρνουν τον φόβο στους υπόλοιπους κρατούμενους. Το καθημερινό μαρτύριο, η σωματική ταλεπωρία, η ψυχική οδύνη των μη προνομιούχων τους εξανάγκαζε να σκύβουν το κεφάλι, να υποτάσσονται και να σιωπούν. Η γυμνή ζωή τους δεν είχε τίποτα το ηρωικό. Ο Λέβη φωτίζει την ταπεινωτική υποδούλωσή τους, που ισοδυναμούσε με ηθικό, ψυχικό και πνευματικό θάνατο, με την περιγραφή μιας αληθινά συγκλονιστικής σκηνής. Είναι η σκηνή του απαγχονισμού ενός εξεγερμένου, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην ανατίναξη ενός από τα κρεματόρια του Μπιρκενάου. Γράφει ο Λέβη, όλοι άκουσαν την κραυγή του αιτιμοθάνατο, που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλώνησε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσία μέσα μας. «Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος», φώναξε. Και συνεχίζει ο Λέβη. «Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα απ' αυτό το ελεηνό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γρύζοι, με σκυμμένο κεφάλι. Τώρα πια οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Δεν απέμεινε κανείς γενναίως ανάμεσά μας. Ο τελευταίος κρέμεται πάνω απ' τα κεφάλια μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρουν υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει». Στο βιβλίο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Λέβης διηγείται έναν εφιάλτη που τον βασάνιζε τότε που ήταν κρατούμενος στο Άουσβιτς. Ονειρευόταν ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι του και ότι αφηγείται στους δικούς του όσα είδε και όσα έζησε. Συνειδητοποιεί όμως ότι ενώ σ' αυτός μιλάει αυτοί δεν τον προσέχουν, ότι δεν τον ακούνε, ότι είναι τελείως αδιάφοροι, σαν να μην τον πιστεύουν. Μιλάνε μεταξύ τους για άλλα θέματα, κάποια στιγμή μάλιστα η αδερφή του σηκώνεται και φεύγει. Όσα αυτός τους αφηγούνταν έμοιαζαν στους άλλους με παραλήρημα. Τους φαίνονταν εξοπραγματικά και όχι αληθινά. Τον κυρίευε τότε μια απελπισμένη θλίψη. Όταν διηγήθηκε το όνειρό του στους συντρόφους του στο στρατόπεδο, του είπαν ότι το ίδιο όνειρο έβλεπαν κι αυτοί. Ήταν επομένως ο συλλογικός τους εφιάλτης, ότι αν κατόρθουν να επιστρέψουν και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, κανείς δεν θα τους πίστευε. Με την άρνηση του εκδοτικού οίκου Einaudi το 1946-1947 να εκδώσει εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ο εφιάλτης έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα για τον Λέβη. Ο Λέβη είχε επιστρέψει, είχε αφηγηθεί με θαυμαστό τρόπο και με απαράμιλη τέχνη τη συγκλονιστική εμπειρία του, γράφοντας ένα έργο που σήμερα το θεωρούμε αθάνατο και αριστουργηματικό και εκείνοι που το πήραν πρώτοι στα χέρια τους και το διάβασαν, το θεώρησαν ανάξιο δημοσίευσης και το απέληψαν. Το βιβλίο, όπως ξέρουμε, εκδόθηκε από ένα μικρό εκδοτικό οίκο το 1947-1947 στη Γένοβα και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Έγραψε, βέβαια, επενετικές κριτικές ο Καλβίνο, ο Τσεζαρικάζας, όσοι τα μάτια τα διαζητήκαν, αλλά γενικά δεν πόλησε ούτε τα δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα στα οποία τυπώθηκε. Μόνο μετά την εκδοσία του από το 99 ότι το 1958 άρχισε σταδιακά να κερδίζει τη φήμη που άξιζε. Τι είδους βιβλίο είναι όμως το εάν αυτό είναι ο άνθρωπος? Ο συγγραφέας του, από την πρώτη κιόλας σελίδα, δηλώνει ότι το βιβλίο του, εισαγωγικά, δεν γράφτηκε με σκοπό να διατυπώσει ένα νέο κατηγορητήριο, αλλά για να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Το βιβλίο είναι βέβαια, πρωτίστως, μια κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας. Αυτό που κυριαρχεί στην αφήγηση του Λέβη είναι η θέληση να κατανοήσει, να κατανοήσει και όχι να δικαιολογήσει. Δεν νιωθεί επομένως ούτε τη στάση του θύματος που με ψημιρεί και ελληνολογεί τη μοίρα του, ούτε εκείνη του αυστηρού και άκαμπτου δικαστή που κρίνει και καταδικάζει ή του οργισμένου εκδικητή που θέλει να ανταποδώσει το πλήγμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κατανοήσει τι έγινε, πώς έγινε δυνατό. Τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις να συνεργίσουν για την εξόντωση εκατομμυρίων αθώων θυμάτων. Και προσπαθεί να οδηγήσει και εμάς τους αναγνώστες του ως το χείλος εκείνης της αβύσσου, της οποίας κανείς ακόμα δεν έχει κατορθώσει να βυθομετρήσει τα βάθη, για να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε λίγο μέσα. Μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί παρά να είναι κυρίως μια μελέτη ανθρωπολογικού τύπου. Μπορεί όμως κανείς, παίρνοντας απόσταση από την ίδια την τρομερή δική του βιωματική εμπειρία, να μελετήσει και να αναλύσει νηφάλια, μάλιστα τις φρικαλεότητες που διαπράχτηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Επειδή το ερώτημα αυτό είχε τεθεί πολλές φορές στο Λέβι από τους συνομιλητές του και από τους αναγνώστες του, φρόντισε να το περιλάβει στο επίμετρο που έγραψε το 1976 για τη σχολική έκδοση του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Βάζει το ερώτημα. «Στο βιβλίο σας δεν εκφράζεται μίσος εναντίον των Γερμανών, ούτε μνησί κακία, ούτε επιθυμία εκδίκησης. Τους έχετε συγχωρήσει?» Η απάντηση που δίνει ο Λέβι είναι πολύ σαφής. «Δεν ανήκω στους ανθρώπους που κλείνουν προς το μίσος, γιατί το θεωρώ ένα αίσθημα πρωτόγονο που προσυδιάζει περισσότερο στα ζώα και στη συνέχεια προσθέτει. Πιστεύω στη λογική και στο διάλογο σαν κατεξοχή μέσα προόδου και γι' αυτό στο μίσος προτάσω τη δικαιοσύνη». Ο Λέβι διευκρινίζει στη συνέχεια ότι η νηφάλια γλώσσα της μαρτυρίας που η θελημένα επέλεξε, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί σαν γενική άθεση αμαρτιών. Όχι, λέει, δεν συγχώρεσα κανέναν από τους υπέτειους και ούτε έχω την πρόθεση ούτε τώρα ούτε στο μέλλον να συγχωρήσω. Στον Ολίζοντα του Λέβι δεν υπάρχει θεός και γι' αυτό η σκοπιά από την οποία ερευνά την εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων είναι κατά βάση ανθρωπολογική όπως είπα. Και μόνο για το γεγονός ότι το Άουσβιτς υπήρχε γράφει, κανείς δεν θα έπρεπε στην εποχή μας να αναφέρεται στη θεία πρόνοια. Καθώς δεν πιστεύει στον Θεό, ο Λέβι δεν προσφεύγει, όπως άλλοι επιζήσατες, σε κάποιου είδους θεολογία του κακού για να ερμηνεύσει τις φρικαλαιότητες των στρατοπέδων. Η ειδική του θεώρηση είναι πολιτική, ιστορική, ανθρωπολογική. Ορίζει το ναζιστικό στρατόπεδο ως μια πελόρια κοινωνική και βιολογική εμπειρία. Αυτό είναι σε εισαγωγικά. Δηλαδή ως ένα σκληρό και οριακό πείραμα, ένα πεδίο πειραματισμού, που δίνει τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε, ανοίγω πάλι εισαγωγικά, είναι φράση του Λέβι, τι είναι έμφυτο και τι επίκτητο στη συμποριφορά του ανθρώπου πειραματόζωου στον αγώνα για την επιβίωση. Τι είναι όμως για τον Λέβι η ανθρώπινη φύση? Το άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ούτε κακός, εγωιστής ή θηριώδης, ούτε καλός και αλτρουιστής. Το καλό και το κακό συνηπάρχουν μέσα του. Η ανθρώπινη συνθήκη όμως επηρεάζεται καθοριστικά από το κοινωνικό και πολιτισμικό οικοδόμημα, αλλά είναι αναπόφευτα ατελής. Επειδή δεν είναι θρησκευόμενος, δεν είναι άνθρωπος της πίστης, είναι αντίθετα άνθρωπος του λόγου, ο Λέβι και μάλιστα επιστήμονας, χημικός. Στο ερώτημα γιατί το κακό στον κόσμο, αναζητάει απαντήσεις προσωρινές έστω και τμηματικές, αλλά δεν θεωρεί επαρκής τις διάφορες ιστορικές ή κοινωνιολογικές ερμηνείες που προτείνονται. Ο άνθρωπος όμως της επιστήμης και του λόγου γνωρίζει πολύ καλά ότι ο λόγος έχει όρια, δεν εξηγεί τα πάντα. Στο Άουσβιτς άλλωστε συνειδητοποίησε πόσο ευάλωτο, πόσο εύθραυστο είναι το σύνολο που χωρίζει το λόγο από τη δρέλα, το καλό από το κακό. Ο διεστραμένος και φωνικός παραλογισμός του Άουσβιτς έκρυβε μέσα του μία αναμήλικτη εργαλειακή ορθολογικότητα που εκδηλωνόταν στην οργάνωση και διαχείριση του στρατοπέδου, στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από χημική διομηχανία συνθετικών πλαστικών, στην ιεραρχική διάρθρωση των σχέσεων μεταξύ των κρατουμένων και ούτω κατεξής. Στην ανθρώπινη ορθολογικότητα, μας λέει ο Λέβη, στον ίδιο τον πολιτισμό εν υπάρχει το σπέρμα που μπορεί να γεννήσει το αντίθετό τους και να προκαλέσει την αποχαλήνωση ανορθολογικών και καταστροφικών δυνάμεων. Η σκληρότητα και η επιθετικότητα απλώνουν ισχυρές βιολογικές ρίζες μέσα στα βάθη της ανθρώπινης φύσης, στον ανθρώπινο ζώο. Στο σπουδαίο έργο του, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, που εκδόθηκε ένα χρόνο πριν το θάνατό του, το 1986, ο Λέβη θα επιστρέψει στα μεγάλα αναπάτητα ερωτήματα που γεννάει η εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων. Στις σελίδες αυτού του θεμελιώδους βιβλίου, η προσωπική μαρτυρία συνδυάζεται τώρα με ένα βαθύ στοχασμό, με μια εξαιρετικά ευθύβολη και δυσδυτική κριτική ανάλυση, αλλά και με μια αυστηρή προειδοποίηση. Η τραγωδία που συντελέστηκε στο Άουσβιτς μπορεί να επαναληφθεί με άλλες μορφές στο μέλλον. Με τα λόγια του ίδιου του Λέβη, συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί. Δυό τελείες. Είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο Λέβη επεξεργάζεται εδώ την έννοια της «γκρίζας ζώνης», υπενθυμίζοντας ότι ανάμεσα στους ναζιστές εξουσιαστές, τους οποίους λίγο βλέπανε μέσα στο στρατόπεδο, και στους απλούς κρατούμενους, βρισκόταν μια μάζα ενδιάμεσον. Η μάζα των προνομιούχων κρατουμένων. Εκείνοι που κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα μικρό προνόμιο, αναγκαίο για την επιβίωσή τους, και έγιναν συνεργάτες και εκτελεστικά όργανα των κυριαρχών, ασκούσαν έπειτα, ανενδίαστα και ανελέητα συχνά, την εξουσία τους πάνω στους απλούς κρατουμένους. Η εικόνα αυτή διαψεύδει τη μανιχαϊκή τάση που διαιρεί το στρατόπεδο σε δύο μονάχα κατηγορίες, στους δήμιους και στα θύματα. Το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων είναι πιο περίπλοκο, και δεν μπορεί να παρασταθεί με το διαδικό σχήμα από εδώ οι καλοί και οι δίκαιοι, από εκεί οι κακοί και οι άδικοι. Με την είσοδό μας στο στρατόπεδο Σιμιώνιο Λέβη, ανοίγω εισαγωγικά, αισθανόμασταν γκρεμισμένοι σε έναν κόσμο πράγματι φοβερό, αλλά και ανερμήνευτο. Δεν συμφωνούσε με κανένα σχήμα. Ο εχθρός ήταν γύρω μας, αλλά και μέσα. Το εμείς έχανε τα όρια του. Οι αντίπαλοι δεν ήταν μόνο δύο. Το κεφάλαιο αυτό για την κρίζα ζώνη, που είναι το κέντρο του διβλίου του Λέβη, είναι μια συνοπτική πραγματεία ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, στην οποία αναλύεται η μικροφυσική της εξουσίας, που εδρυώθηκε πίσω από τα συρματοπλέγματα. Αναλύονται δηλαδή οι μηχανισμοί εξουσιασμού και καταπίεσης, που λειτούργησαν στο Πυραματικό Εργαστήριο Ομοκτήτων του Άουσβιτς. Οι συλλογισμοί όμως που διατυπώνει εδώ Λέβη, έχουν γενικότερη αξία, καθώς μπορούν να ερμηνεύσουν πολλές καταστάσεις και πραγματικότητες, στις οποίες διαμορφώνονται σχέσεις εξουσίας και εγκαθιδρύεται μια ορισμένη διαλεκτική, μεταξύ της κορυφής των ολιγάριθμων που διοικούν και της μαζικής βάσης που υπακούν. Ο Λέβη σημειώνει ότι η υβριδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών αποτελούσε το σκελετό του στρατοπέδου και ταυτόχρονα το πλέον ανησυχητικό του γνώρισμα. Και ορίζει την «γκρίζα ζώνη» ως μια πραγματικότητα με δυσδιάκριτο περίγραμμα, η οποία ταυτόχρονα χωρίζει και συνδέει τα δύο στρατόπεδα των εξουσιαστών και των σκλάβων. Αυτή η πραγματικότητα διαθέτει απίστευτα πολύπλοκη εσωτερική δομή και κλείνει μέσα της, λέει ο Λέβη, όσα αρκούν για να συσκοτήσουν την ανάγκη μας για κρίση. Η έννοια της «γκρίζα ζώνη» ισιοθετείται από τον Λέβη ως χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση των μηχανισμών εξουσίας και καταπίεσης στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων. Γράφει χαρακτηριστικά «Η άνοδος των προνομιούχων, όχι μόνο στο λάγγερ αλλά και σε κάθε ανθρώπινη συμβίωση, είναι φαινόμενο ανησυχητικό αλλά αδιάλειπτο. Οι προνομιούχοι είναι ανήπαρτοι μόνο στις ουτοπίες. Είναι καθήκον των δίκαιων να πολεμούν κάθε καταχρηστικό προνόμιο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν ατέρμονα πόλεμο», κλίνοντα εισαγωγικά. Η ρίζα αυτού του φαινομένου πρέπει να αναστηθεί στην εξουσία που μια περιορισμένη ομάδα ή ένα άτομο ασκεί πάνω σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Λέβη υπογραμμίζει κυρίως δύο στοιχεία. Όσο πιο κλειστή είναι η σφαίρα της εξουσίας, τόσο περισσότερο χρειάζεται εξωτερικούς συνεργάτες και όσο πιο σκληρή είναι η καταπίεση, τόσο περισσότερο αυξάνεται μεταξύ τον καταπιεσμένο διαθεσιμότητα για συνεργασία με την εξουσία. Ο Λέβη εξετάζει μια σειρά μορφών που συναντάμε στην κρίζα ζώνη από τους κάπους, τους γραφείς, τους διερμηνείς, τους νυχτοφύλακες κλπ. Οι δύο περιπτώσεις στις οποίες στέκεται περισσότερο είναι εκείνες τον Zonderkommando, δηλαδή των κρατουμένων στις οποίους είχε ανατεθεί η διαχείριση των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων και του Haim Rumkowski, του Προέδρου του Ghetto Toulon στην Πολωνία, στον οποίο αφιερώνει και ένα από τα αφηγήματα στο Λίλυφ, ο οποίος συμπεριφορώταν σαν μικρός δικτάτορας Εβραίος, δουλικός προς τους Ναζιστές ανωτέρος του και τυραννικός έναντι των Εβραίων υπηκόων του. Το συμπέρασμα του Λέβη είναι πολύ ανησυχητικό. Ισαγωγικά, ο Rumkowski είναι ο καθρέφτης όλων μας. Όπως τον Rumkowski, μας θαμπώνουν συνεχίζει ο Λέβη και μας το γόητρο και η εξουσία τόσο, ώστε ξεχνάμε πως είμαστε εύθραυστοι. Με την εξουσία συμβιβαζόμαστε, πρόθυμα ή όχι, ξεχνώντας ότι στον κέτο βρισκόμαστε όλοι, ότι το κέτο είναι περιφραγμένο και έξω από το συρματόπλεγμα στέκονται οι άρχοντες του θανάτου και πολύ κοντά περιμένει το τρένο. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο Λέβη διατυπώνει μια νηθική κρίση για τις αιτίες της καταπίεσης και τις ευθύνες των προσώπων που στελεχώνουν την κρίζα ζώνη. Πρέπει να γίνει σαφές, λέει, ότι η μέγιστη ενοχή βαρύνει το σύστημα, την ίδια τη δομή του ολοκληρωτικού κράτους. Η συμβολή στην ενοχή αυτών των συνεργατών, σημαντικών ή ασήμαντων, είναι πάντοτε δύσκολο να εκτιμηθεί. Μιλώντας ειδικότερα για το ζώντερο κομμάτι, λέει το εκπληκτικό, ζητώ να συλλογιστούμε την ιστορία των κουρακιών του κρεματορίου με ευσπλαγνία και αυστηρότητα, αλλά η κρίση για αυτούς να ανασταλεί. Δεν μπορούμε να τους κλείσουμε ακόμα. Προσπαθώντας να εξηγήσει το κακό, ένα κακό στη διάπραξη του οποίου συνέργησαν εκατομμύρια άνθρωποι, ο Λέβη υιοθετεί μια θέση παρόμοια με εκείνη της Hannah Arendt, περί κοινοτοπίας του κακού. Αυτό γίνεται φανερό ήδη στις σελίδες του πρώτου του βιβλίου. Στο επίμετρο που έγραψε το 1976, ο Λέβη μιλάει για τους δήμιους του Άσβητς και τους περιγράφει ως πρόθυμους εκτελεστές απάνθρωπον διαταγών, που συνεχίζει. Δεν ήταν γεννημένοι δήμοι, δεν ήταν εκτός από λίγες εξαιρέσεις τεράτα, ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Και προσθέτει, τεράτα υπάρχουν, αλλά είναι πολύ λίγα για να βλάψουν πραγματικά. Πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι αξιωματικοί, πρόθυμοι να πιστέψουν και να υπακούσουν χωρίς συζήτηση, όπως ο Άιγμαν. Και δέκα χρόνια μετά, αυτό θα γράφει το 1986, στο αυτοί που βούλιαξαν, ο Λέβη επανέρχεται στο ίδιο θέμα, προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα των νεότερων, ποιοι ήταν, από ποια στόφα ήταν φτιαγμένοι οι δήμιοι σας. Κατά τη γνώμη του, ο όρος αυτός δήμιοι είναι ακατάλληλος, γιατί εντός αγωγικών, Λέβη μιλάει, φέρνει στη σκέψη άτομα διεστραμμένα, εκγενετής άρρωστα, σαδιστές, πάσχοντες από προγενές ελάττωμα. Αντίθετα, ήταν φτιαγμένοι από τη δική μας στόφα. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, μέτριας εφηείας, συνήθως μοχθηρίας. Εκτός εξαιρέσεων δεν ήταν τέρατα. Είχαν την ίδια μορφή με εμάς, αλλά είχαν διαπαιδαγωγηθεί άσχημα. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Αυτοί οι συνηθισμένοι άνθρωποι διέπραξαν απάνθρωπα εγκλήματα. Από τον συλλογισμό του Λέβη, θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε ότι και εμείς, αν είχαμε διαπαιδαγωγηθεί άσχημα και αν ήμασταν στη θέση τους, δηλαδή αν ζούσαμε σε ολοκληρωτικό καθεστώς, πιθανόν να είχαμε καταλήξει σαν κι αυτούς. Ο Λέβη πάντως διευκρινίζει, το ότι οι Δήμοι ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς, δεν επιτρέπει διόλου να τους ταυτίζουμε με τα θύματα, να σβήνουμε την ενοχή των πρώτων και να λυσμονούμε τα μαρτυρικά βάσανα των τελευταίων, γιατί έτσι αρνούμαστε την ανάγκη για δικαιοσύνη. Όταν ο Λέβη πέθανε, ο Κλάοδιο Μάγκρυς έγραψε ένα άρθρο στην Κοριέρε που άρχιζε με τη φράση «Πέθανε ένας συγγραφέας τα έργα του οποίου θα τα βρούμε μπροστά μας κατά την ημέρα της κρίσεως». Και ο Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ έκανε μια δήλωση τις μέρες εκείνες, τον Απρίλιο δηλαδή του 1987, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε, διαβάζω και τελειώνω, με την ηθική κράση και τη διανοητική ισορροπία ενός «Τιτάνα» του 20ου αιώνα, αυτός ο χημικός με τα λεπτά χαρακτηριστικά, όμορφος, ταπεινός, εργάστηκε με τρόπο συστηματικό για να θυμίσει τη γερμανική επίγεια κόλαση, για να την αστοχάζεται διαρκώς. Και να την καταστήσει κατανοητή με μια διαυγή και λυτή πρόζα. Ήταν αυτός ο ίδιος, ένας άνθρωπος μαγικά αξιαγάπητος, ο πιο λεπτός και πιστικός αγινευτής που έχω γνωρίσει. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε πολύ τον Θανάση Γιαλκέτζη. Σας προειδητοποιώ ότι αναγκαστικά ένα κομμάτι από αυτά που είπε, θα το ξανακούσετε λίγο, αν και θα κοιτάξω να το μιλώντας, να το συμπυκνώσω. Η απελευθέρωση του Άουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό, 27 Ιανουαρίου 1945, βρίσκει τον Πρυμολέβη στο στρατόπεδο. Οι Ναζί τον έχουν αφήσει εκεί να πεθάνει μαζί με χιλιάδες άλλους αρρώστος. Ένας άλλος Ιταλός εκεί είναι ο γιατρός Λεονάρδο Δεν Πενεντέτη, ο οποίος θα θέσει αμέσως τον εαυτό του στην υπηρεσία του Ρώσου, διοικητή του στρατοπέδου. Θα προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του με βοηθό τον Πρυμολέβη στο Κατόβιτσε της Πολωνίας, πιο συγκεκριμένα στο νοσηλευτήριο του Μπουγκούσιτσε. Εκεί, στο Κατόβιτσε, ο Ρώσος διοικητής στρατοπέδου συγκέντρωσης, για Ιταλούς κρατουμένους, θα ζητήσει από τον Δεν Πενεντέτη και τον βοηθό του τον Λέβη να του υποβάλουν μία έκθεση για τις συνθήκες υγιεινής στο ΑΟΣΤΡΙΑ, στο Μούνοβιτς, όπου ήταν κρατούμενοι και οι δυο τους, προκειμένου να την υποβάλει στη σοβιατική κυβέρνηση. Σας θυμίζω ότι ο Δεν Πενεντέτη και ο Λέβη μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς με το ίδιο τρένο, στις 22 Φεβρουαρίου 1944, ήταν μαζί στο Μούνοβιτς και γύρισαν μαζί στο Τορίνο στις 19 Οκτωβρίου 1945. Οι δυο Ιταλοί θα συντάξουν την έκθεση και προφανώς θα την παραδώσουν. Η έκθεση αυτή θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά στο εβδομαδιαίο ιατρικό, ήταν για ευρύτερο κοινό, δηλαδή ήταν αυστηρά επιστημανικό, περιοδικό του Τορίνου, το Minerva Medica, στις 24 Νοεμβρίου 1946. Το περιοδικό αυτό, αν θέλετε έτσι, είναι το ανάλογο του αγγλικού Lancet. Στο κείμενο αυτό διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, και τα εξής για τον Sonderkommando. Ισαγωγικά, είχαν πάνω τους κάτι εντελώς άγριο, ήταν πράγματι σαν άγρια θηρία. Είχαν επιλεγή ανάμεσα από τους χειρότερους εγκληματίες, καταδικασμένους για πράξεις βαριάς βίας. Αναφέρω εδώ την υπηρεσιακή έκθεση των δύο γιατρών για δύο λόγους. Πρώτον, ο Primo Levi γράφει το πρώτο του κείμενο για το Auschwitz πριν γυρίσει στην Ιταλία, όσο βρίσκεται ακόμη στην Πολωνία. Δεύτερον, έχει περάσει 11 μήνες το Auschwitz και αυτός ο παρατηρητικός άνθρωπος δεν έχει αντιληφθεί ότι η Sonderkommando ήταν Εβραία. Αργότερα θα γράψει ότι η σύλληψη της ιδέας των ειδικών ομάδων, το Sonderkommando δηλαδή, υπήρξε το δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικού σοσιαλισμού και θα μένει πάντα κατάπλεκτος απέαντη σε αυτό τον παροξισμό μοχθηρίας και μίσους. Ισαγωγικά, έπρεπε να είναι Εβραίοι αυτοί που θα οδηγούσαν στους φούρνους τους Εβραίους, έπρεπε να αποδείξουν οι Ναζί ότι οι Εβραίοι, οι πάνθρωποι, κατώτεροι φυλοί, λυγίζουν σε κάθε ταπείνωση μέχρι του σημείου να εξοντώνουνε αυτούς κλειοντές χωρίς. Αν ο Πρυμολεύη γράφει το πρώτο κειμενό του για το Lager πριν επιστρέψει ακόμα στο Τωρίνο, το τελευταίο το γράφει ένα χρόνο πριν αυτοκτονήσει. Είναι το πολύ σπουδαίο, όπως ακούσατε ήδη, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν το 1986 και κυρίως γι' αυτό το βιβλίο θα μιλήσω εγώ. Και μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του ασχολείται με αυτό το θέμα, όπως μαρτυρεί και το βιβλίο του με τη συζήτηση με τον συγγραφέ Φερντινάντο Καμμών, που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, γιατί είχε ενόνταξη πεθάνει, και εκεί μιλάει πάλι για το ίδιο θέμα. Ο Λέβη έγινε συγγραφέας από το Auschwitz. Αυτή η εμπειρία τον έκανε συγγραφέα. Έγινε συγγραφέας για να καταλάβει τι ήταν αυτό που έγινε στο Lager. Να το κατανοήσει, να μας το εξηγήσει και να μας προειδοποιήσει. Αυτό έγινε ο σκοπός της ζωής του. Όταν μεταφράζεται το 1 αυτό είναι ένα άνθρωπο στα γερμανικά, υπάρχει ένα γράμμα του Λέβη προς το Γερμανό εδώ το 1960, που του λέει ότι εγώ δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένα σκοπός για τη ζωή του καθενός. Εάν ωστόσο υπάρχει κάτι τέτοιο, εμένα ο δικός μου σκοπός είναι αυτός. Να καταλάβω τι έγινε, να το εξηγήσω και να προειδοποιήσω. Πραγματικά είναι ο σκοπός της ζωής του. Θα απαντήσει σε κατοντάδες επιστολές αναγνωστών, θα πάει σε κατοντάδες σχολεία, ακόμα και σε δημοτικά, για να μιλήσει στους μικρούς μαθητές για αυτό που έγινε εκεί. Ο Λέβη ανήκει στους πρώτους που μιλάνε για το Άουσβιτς. Αυτοί οι πρώτοι είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσωπική εμπειρία. Ο Λέβη, όμως, το έργο του δεν κατασέτει τις αναμνήσεις του απλώς. Ξέρει καλά και το λέει ρητά ότι η μνήμη, όσο αξιοθάυμαστη είναι, δεν πάει να είναι και απατηλή. Γι' αυτό δεν την εμπιστεύεται απολύτως. Ερευνά, εξετάζει, διασταυρώνει, μελετάει. Αν ανέφερα προηγουμένως στην εσφαλμένη αντυπωσία του και του Ζόντερ Κομάντο, είναι για να δείξω ότι τη διορθώνει μέσα από τη μελέτη του φαινομένου, μέσα από συζητήσεις με άλλους κρατουμένους, μέσα από διαβάσματα, γιατί αν εμπιστευόταν τη μνήμη του, η εντύπωση αυτή, η αρχική, θα είναι αδειόρθωτη. Ο Λέβη μίλησε για τους θύτες, για τα θύματα, για τους συνένωχους παρατηρητές, προσπαθώντας, όπως είπε και ο Θανάσης Βιαλκέτσις, και όπως ξέρει, όποιος έχει με στοιχειό διεπαφή με το έργο του, να κατανοήσει, να καταλάβει. Σήμερα θα σας μιλήσω για τα θύματα που σώθηκαν, για αυτούς που σώθηκαν, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν. Θα μιλήσω λοιπόν για αυτούς που σώθηκαν, για τους Εβραίους που σώθηκαν, για αυτή δηλαδή την ελάχιστη εξαίρεση. Και για το πώς έζησαν τη ζωή τους, από εκεί και πέρα, αυτοί που σώθηκαν. Πρώτον, ξεκινώ από τη θεμελιώδη και σκληρή παρατήρηση του Λέβη, ότι δεν σώθηκαν κατά κανόνα οι καλύτεροι. Σώθηκαν όσοι είχαν τύχη και όσοι εξ αρχής είχαν καλή υγεία. Σώθηκαν κυρίως οι προνομιούχοι, γιατί ακόμα και στην κόλαση υπάρχουν προνομιούχοι. Οι προνομιούχοι κρατούμενοι αποτελούσαν τη μειονότητα του πληθυσμού του λάγκερ, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύουν την ισχυρή πλειονότητα μεταξύ των επιζώντων. Και γράφει ο Λέβη. Πράγματι, ακόμα και αν δεν υπολογίσουμε την κούραση, τα χτυπήματα, το κρύο, τις ασθένειες, πρέπει να θυμηθούμε ότι η μερή δατροφή ήταν απολύτως ανεπαρκής, ακόμα και για τον πιο λιτωδίαιτο κρατούμενο. Έχοντας αναλώσει σε δυο ή τρεις μέρες τα φυσιολογικά αποθέματα του οργανισμού, ο θάνατος από πίνα ή από ασθένειες που προκαλεί ο υποσυντισμός, ήταν η φυσιολογική μοίρα του. Θα μπορούσε να σωθεί μόνο με μια πρόσθετη τροφή και για να την αποκτήσει χρειαζόταν κάποιο προνόμιο, μηδαμινό ή σπουδαίο. Με άλλα λόγια, ένα μέσο χαρισμένο ή κερδισμένο, πανούργο ή βίαιο, νόμιμο ή παράνομο, για να υψωθεί πάνω από τον κανόνα κλίνοντας αγορικά. Για την απόκτηση αυτού του προνομίου, οι πιο αθώοι, οι πιο απονείρευτοι, ήταν ανίκανοι. Σώθηκαν οι πιο τυχεροί, οι πιο καπάτσι και κάτι περισσότερο, τολμαέν να λέει ο Λέβη. Επιζούσαν, ισαγωγικά, επιζούσαν κυρίως οι χειρότεροι, οι εγωιστές, οι βίαιοι, οι ανέσθητοι, οι συνεργάτες της γκρίζα ζώνης, οι καταδότες. Δεν ήταν ένα συγκεκριμένος κανόνας. Δεν ορίζουν ούτε τα πράγματα των ανθρώπων συγκεκριμένοι κανόνες. Ωστόσο, ήταν ένας κανόνας. Εστανόμουν αθώος. Είχα παρισφρήσει μεταξύ των επιζώντων και γι' αυτό αναζητούσα διαρκώς μια δικαιολογία ενώπιον του εαυτού μου και ενώπιον των άλλων μου. Επιζούσαν οι χειρότεροι, δηλαδή αυτοί που προσαρμόζονταν. Οι καλύτεροι χάθηκαν όλοι. Όλα αυτά δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι οι συνήθεις κούφιες ταπεινολογίες. Είναι η αλήθεια της εμπειρίας του. Όσα είχα δει και ζήσει έδειχναν ότι δεν σώθηκαν οι καλύτεροι. Αυτό το γεγονός έχει επιπτώσεις πάνω στην ίδια τη μαρτυρία. Ποιος μαρτυρεί για το Άωσβιτς? Μια απειροηλάχιστη εξαίρεση. Οι επιζώντες, δηλαδή αυτοί που δεν άντικσαν τον πάτο. Ισαγωγικά, το επαναλαμβάνω, εμείς οι επιζώντες δεν είμαστε οι αυθεντικοί μάρτυρες. Είναι μια ενοχλητική γνώση, την οποία συνειδητοποίησα σιγά-σιγά διαβάζοντας τα απομνημονεύματα των άλλων και ξαναδιαβάζοντας τα δικά μου με απόσταση χρόνων. Εμείς οι επιζώντες είμαστε μια ελάχιστη αλλά και αφυσική μειονότητα. Είμαστε αυτοί οι οποίοι από παράβαση ή επιδεξιότητα ή τύχη δεν έφτασαν στον πάτο. Επειδή αυτός που άντικσε τον πάτο, αυτός που αντίκρισε τιμέδουσα δεν επέστρεψε για να διηγηθεί. Ή επέστρεψε άφωνος. Αλλά είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι, με την έννοια που εξήγησε και ο Θανάσης, αυτοί που βούλιαξαν οι αυθεντικοί μάρτυρες, η μαρτυρία των οποίων θα είχε γενική αξία. Αυτοί είναι ο κανόνας, εμείς η εξαίρεση, κλείνοντας αγωγικά. Το ότι οι μάρτυρες είναι μια αφύσικη εξαίρεση κάνει ώστε η μαρτυρία τους να έχει σχετική αξία. Είναι αφύσικη εξαίρεση γιατί το φυσικό στο όρος είναι να μη ζει κανείς, να πεθαίνουν. Αυτοί που μίλησαν δεν τα έζησαν όλα και κυρίως δεν έζησαν το χειρότερο. Μίλησε κανείς για τα ελάχιστα λεπτά μέσω τα λάμους αερίων. Οι μάρτυρες μιλούν για λογαριασμό τρίτων, για πράγματα, εισαγωγικά, που είδαμε εκτός Σύνεγγκης αλλά δεν τα ζήσαμε. Την πλήρια εκμηδέννηση, το τετελεσμένο έργο, κανείς δεν το διηγήθηκε με τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν επέστρεψε για να διηγηθεί το θάνατό του. Αυτό θα μου πείτε ισχύει πάντα για τους μάρτυρες. Μαρτυρούν όσοι γλίτωσαν πάντα. Στο outreach, όμως, αυτός ο κανόνας αποτάξει χωριστή σημασία, γιατί το φυσικό ήταν να μη γλιτώσει κανένας. Αυτός ήταν ο σχεδιασμός. Το γεγονός αυτό ότι χάθηκαν οι καλύτεροι, ότι αυτοί που έζησαν δεν μπορούν να μιλήσουν για το φρικτότερο, για την εκμηδέννηση την πλήρη, είναι κάτι το οποίο σημαδεύει για πάντα τη ζωή του επιζήσαντος. Στο τέλος του κεφαλαίου ο Λέβι θα ξαναγράψει, εισαγωγικά. Αλλά όπως είπα προηγουμένως, ο κασένας από εμάς που επιστρέψαμε είναι από πολλές απόψεις μια εξαίρεση. Γεγονός που εμείς οι ίδιοι για να εξορκήσουμε το παρελθόν, τύνουμε να το ξεχνάμε. Κλείνεται εισαγωγικά. Δεύτερον, όσοι οι Εβραίοι σώθηκαν με την απελευθέρωσή των τοπέδων δεν ήταν χαρούμενοι. Δεν έζησαν τη χαρά της απελευθέρωσης. Γράφει ο Λέβι εισαγωγικά, για τους περισσότερους από εμάς η στιγμή της απελευθέρωσης δεν υπήρξε ούτε χαρούμενη ούτε ξεγνέστη. Σε μια τραγική σκηνή ερήμωσης, σφαγής και οδύνης. Εκείνη τη στιγμή κατά την οποία αισθανόμασταν ότι γινόμαστε ξανά άνθρωποι, δηλαδή υπεύθυνοι, επέστρεφαν τα ανθρώπινα άλγη. Το άλγος της οικογένειάς μας που είχε διασκορπιστεί ή χαθεί, της καθολικής δυστυχίας γύρω μας. Της εξάντλησης μας που έμοιαζε αθεράπευτη, αμετάκλητη. Τη ζωή σου που έπρεπε να ξαναρχίσουμε από τα ερήπια συχνά αβοήθητη. Και χρησιμοποιώντας ένα στίχο του Λεοπάρντη λέει ότι για αυτούς, ενώ συνήθως λέει ο στίχος ότι η χαρά είναι η κόρη της οδύνης, για μας λέει η οδύνη ήταν η κόρη της οδύνης. Οι άλλοι που απελευθερώνονται, δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι αγωνιστές, οι στρατιωτικοί, μπορούσαν να είναι και ήταν όντως χαρούμενοι. Εσθάνονταν ότι ο αγώνας τους δικαιωνόταν και είχαν σχέδια για το μέλλον. Ο πολύ προσεχτικός Λέβη συμπληρώνει πως υπήρχαν και άλλες κατηγορίες που χαίρονταν, ανάμεσά τους και εβραίοι, είτε διότι υπέφεραν για μικρό διάστημα, είχαν λίγο καιρό δηλαδή στο Άουσβιτς, είτε επειδή η συμφορά δεν είχε χτυπήσει τους δικούς τους. Και η δυσδυτικότητα της νοατιάς του θάνει ένα σημείο παραπέρα και λέει και το εξής. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία που χαίρονταν. Αυτοί που έγραψαν και μίλησαν για την απελευθέρωση προσχωρώντας σε μια κοινή συμβατική ιδέα. Ποια ιδέα, ότι απελευθέρωση σημαίνει χαρά. Αφού λοιπόν απελευθερωθήκαμε πρέπει και εγώ να λέω και να αισθάνομαι χαρούμενος. Αυτή πάντως η έλλειψη χαράς της στιγμής της απελευθέρωσης θα συνοδεύει όλους τους επιζήσαντες σε όλη τη ζωή τους. Τρίτο σημείο. Και εδώ θεωρώ ότι είναι μια από τις πιο κέριες, κρίσιμες διαπιστώσεις του Πρυμολεύου. Οι επιζώντες, τα αθώα θύματα νιώθουν τροπή, τροπή όλη τη ζωή. Νιώθουν τροπή τα θύματα για το κακό που έκαναν άλλοι, για το κακό που τους έκαναν. Νιώθει τροπή ο δίκαιος για την αδικία που διέκπραξε κάποιος άλλος. Ο Λέβη γράφει ότι αυτή την τροπή δεν την νιώθει ο ίδιος προσωπικά. Έχει διαπιστώσει ότι είναι γενική. Και λέει μάλιστα το εξής, εισαγωγικά, υπάρχει και σήμερα σε μας τους επιζώντες, υπάρχει και σήμερα απ' τη βαριά συνεχής. Από την ψυχολογία γνωρίζουμε ότι το θύμα πολλές φορές αισθάνεται τροπή για αυτό που υπέστη. Ένας άνθρωπος που υπέστη βιασμό, άντρας ή γυναίκα, αισθάνεται τροπή για το κακό που του έγινε και γι' αυτό πολλές φορές το κρατάει αμίλητο. Όμως ξέρουμε, απ' την άλλη, ότι όσοι κλείστηκαν στρατόπεδας, φυλακίστηκαν για τις πολιτικές ιδέες τους, για τους πολιτικούς αγώνες τους, για αυτό το κακό που υπέστησαν, να περάσουν χρόνια και χρόνια σφυλακές και στις εξωρίες, δεν νιώθαν ποτέ τροπή. Περ' αντίεση, νιώθαν περηφάνεια. Ήταν το παράσιμό τους αυτό. Εδώ βλέπουμε για τους επιζώντες του arts να νιώθουν τροπή. Άρα είναι κάτι το οποίο πρέπει να το καταλάβουμε. Πρέπει να το καταλάβουμε κι εμείς. Εισαγωγικά, αισθάνεσαι τροπή γιατί επέζησες στη θέση κάποιου άλλου, και ιδιαίτερα ενός ανθρώπου πιο γενεόδορο, πιο ευαίσθητο, πιο χρήσιμο, πιο άξιου να ζει από σένα, δεν μπορείς να το αποκλείσεις. Διερευνάς τον εαυτό σου και δεν βρίσκεις να έχεις κάνει κάποιο κακό σε συγκρατούμενό σου, αλλά ωστόσο δεν μπορείς να το αποκλείσεις. Εισαγωγικά, είναι μόνο μια υπόθεση, μάλλον η σκιά μιας υποψίας, ότι ο καθένας είναι ο κάηνος του αδελφού του. Ο καθένας από εμάς, αυτή τη φορά το εμείς είναι ευρύτερο, μάλλον καθολικό, παραγκώνησε τον πλησίον του και ζει στη θέση του. Είναι μια οικασία, αλλά μας βασανίζει. Έχει ισχωρήσει βαθιά, όπως το σαράκι και αθέατο, ξύνει και κατατρώει. Κλείνει το εισαγωγικά. Θα προχωρήσει πάρα πέρα την ανάλυσή του. Η τροπή γεννιέται, λέει, επειδή μόλις απελευθερώνονται, αποκτουν ξανά συνείδηση πόσο είχαν ταπεινωθεί, ότι είχαν περιέλθει στην κατάσταση του ζώου, ότι είχε αλλάξει ο ηθικός κωδικάς τους, ότι είχαν κάνει πράγματα που αποδοκίμαζαν, είχαν κλέψει για παράδειγμα, ότι είχαν ξεχάσει τη χώρα τους, το παρελθόν τους, τον πολιτισμό τους, ότι ζούσαν την παρούσα στιγμή όπως τα ζώα, ότι είχαν αφομοιώσει πλήρως τον κανόνα του τόπου, του αόσου, δηλαδή, που ήταν να νοιάζεσαι πρώτα απ' όλα για τον εαυτό σου. Η τροπή αυτή συνορεύει με την ενοχή. Ενοχή γιατί όταν όλα τέλειωσαν, γραφειολεύει, επέστρεψε η συνείδηση, ότι δεν είχαμε πράξει τίποτα ή όχι αρκετά ενάντια στο σύστημα στο οποίο είχαμε βεθυστεί. Και κυρίως, νομίζω ότι εδώ είναι το κλειδί της απάντησης, επιστρέφει η ενοχή για την παράλειψη βοήθειας. Σε ένα περιβάλλον που η παράκληση αλληλεγγύης ενός απλού λόγου, μιας κουβέντας, λίγης προσοχής, ήταν διαρκής και αδιάλειπτη και σπάνια έβρισκε ανταπόκριση. Νιώθουν τροπή δηλαδή γιατί δεν έδειξαν ένα βλέμμα. Λίγα ήταν αυτά για τα οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να νιώθουν τροπή, αλλά ο Λέβι μας λέει ότι η τροπή επέμενε, ήταν εκεί ανεξάλλειπτη. Γιατί ακριβώς τους είχανε κάνει να ζούν σαν ζώα. Ακριβώς αυτό που σας είπα, δεν κοίταξαν τον άλλον που τους απίθυνα να βλέμει απαρακλητικό. Τέταρτο σημείο. Πώς κρίνει ένας επιζών τους ανθρώπους το Άσβητς. Το Άσβητς έχει θύτες και θύματα. Από τη μία η Ναζή και από την άλλη όλα τα θύματα και πρώτα από όλους οι Εβραίοι. Ο Λέβι δεν θέλει να γίνει δικαστής, θέλει να μαρτυρήσει και θέλει να καταλάβει. Ενδιαφέρεται να κρίνει, αλλά θέλει να καταλάβει για να κρίνει. Και τονίζει με έμφαση ότι αυτή η διάκριση θύτη και θύματος, πρέπει να διατηρείται πάντα με μεγάλη επιμονή. Γιατί αν δεν διατηρείται η διάκριση θύτη και θύματος, τότε δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο δικαιοσύνης και εν συνεχεία δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης. Θύτες είναι η Ναζή. Και ο Λέβι γράφει ρητά ξεκάθαρα, δεν προτίθεμαι να συγχωρήσω. Ποτέ δεν συγχώρησα κανέναν από τους εχθρούς μας του παρελθόντος. Αξιώνω δικαιοσύνη. Αλλά έννοχοι είναι και όλοι συνολικά οι Γερμανοί. Έχω λίγο χρόνο, γι' αυτό θα σας διαβάσω ένα κομμάτι από… Ακούστε, εγώ ο ίδιος, λέει ο Λέβι, ανακάλυψα στο Κατώβιτσε, εκεί που σας είπα ότι πήγε, μετά την απελευθέρωση, αμέτρητα πακέτα εντύπων, όπου δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο δικαιοσύνης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, με τα οποία εγκρινόταν οι αρχηγοί γερμανικών οικογενειών με τα οποία εγκρινόταν οι αρχηγοί γερμανικών οικογενειών να πάρουν δωρεάν ρούχα και παπούτσια για ενήλικους και για παιδιά, να πάρουν δωρεάν ρούχα και παπούτσια για ενήλικους και για παιδιά, υπογραμμίζω, λέει, και για παιδιά, από τις αποθήκες του Άζουιτς. Κανείς δεν αναρωτιόταν από πού έρχονταν τόσα παιδικά παπούτσια. Κανείς δεν αναρωτιόταν από πού έρχονταν τόσα παιδικά παπούτσια. Είναι απόλυτος και έχει δίκιο. Το επαναλαμβάνω, ισαγωγικά, το πραγματικό έγκλημα, συλλογικό, καθολικό σχεδόν όλων των Γερμανών της εποχής εκείνης, υπήρξε ότι δεν βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν. Ό,τι κι αν σκεφτούμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, η διάκριση θύτης και θύμα πρέπει να παραμένει. Όμως, όπως υπάρχει κλιμάκωση στους θύτες, έτσι υπάρχει και κλιμάκωση στα θύματα. Μια από τις πιο σημαντικές συμβολές του Λέβη στην μελέτη του Ολοκαυτώματος και του Άζουιτς είναι αυτό που ονόμασε «γκρίζα ζώνη» για την οποία σας μίλησε ο Θανάσης Γιαλικέττης. Έδειξε, θα επαναλάβω κι εγώ λίγα, έδειξε ότι δεν υπήρχε σαφές σύνορες στο Λάγγερ ανάμεσα στο εμείς και στο αυτί. Το εμείς έχανε τα όριά του. Υπήρχε αυτή η βρυδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών. Παραλείπω μερικά. Πώς στέκεται απέναντι σε όλους αυτούς ο επειζής σας Λέβη? Πώς τους κρίνει αναδρομικά τώρα που ξέρει, ξέρει καλά? Στο δύσκολο αυτό ερώτημα φαίνεται όλη η ποιότητα της ηθικής σκέψης του πρίμου Λέβη. Πρώτη απάντηση. Δεν μπορούμε πάντα να αποκλείσουμε την ενοχή του ίδιου του αδικημένου που συχνά είναι αντικειμενικά σοβαροί. Αλλά δεν γνωρίζω ανθρώπινο δικαστήριο στο οποίο να ανατεθεί η κρίση. Δεν γνωρίζω ανθρώπινο δικαστήριο στο οποίο να ανατεθεί η κρίση, να κρίνουμε δηλαδή τους όντρα κομάντων. Μπορεί να μην υπάρχει δικαστήριο, αλλά υπάρχουν οι επιζώντες. Υπάρχει ο ίδιος ο Λέβη. Εκείνο που είναι βέβαιο ότι εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να κρίνουμε. Όσοι δεν ζήσαμε, όσοι δεν έζησαν την εμπειρία του Άουσβιτ, δεν έχουμε κανένα ηθικό δικαίωμα να κρίνουμε ανθρώπους σε αυτή την ακραία κατάσταση. Κανείς από εμάς. Πριν μπουν στο Άουσβιτ, οι Εβραίοι, μπορούμε να κρίνουμε και τη στάση τους και τα εβραϊκά συμβούλια, την πολιτική τους και λοιπά. Από τη στιγμή που μπαίνουν στο Άουσβιτ, εκεί αναστέλεται κάθε ηθική κρίση. Δεν έχουμε αυτό δικαίωμα. Ο ίδιος ο Λέβη που έχει ζήσει λέει το εξής. «Αν ήμουν υποχρεωμένος να κρίνω, θα αθώω να ελαφρά την καρδία όλους εκείνους των οποίων η συμμετοχή στην υπετιότητα υπήρξε ελάχιστη αλλά ο εξαναγκασμός μέγιστος». Εννοεί εν προκειμένου όλους τους χαμηλόβαθμους λειτουργούς, τους λαντζέρδες, τους νυχτοφύλακες, τους επιφορτισμένους με το στρώσιμο των κρεβατιών. Γιατί μέσα στην παράνοια, στην κόλαση του Άουρτς, οι Ναζοί είχαν μια εμμονή με τα καλωστρωμένα κρεβάτια, όπως ο στρατό. Το κρεβάτι πρέπει να είναι άψογα στρωμένο και έτσι υπήρχε άνθρωπος επιφορτισμένος με αυτή την ευθύνη να βλέπει ότι τα κρεβάτια, οι κουκέτες αυτές, ήταν στρωμένες καλά. Ναι, θα αθώωνε όλους αυτούς τους φτωχοδιάβολους. Τι θα γίνει όμως με τους Κάπο ή τους Ζόντερ Κομάντο. Αφού περιγράψει με ακρίβεια τη συμπεριφορά τους και τα κινητρά τους, καταλήγει πάλι. Κανείς δεν είναι εξοδιοτημένος να τους κρίνει. Και προσθέτει, ούτε αυτός που γνώρισε την εμπειρία του Λάγγερ, πολύ λιγότερο αυτός που δεν την γνώρισε. Θα διαβάσω πάλι αυτό που διάβασε και ο Θανάσης. Ζητώ να συλλογιστούμε την ιστορία των κορακιών του κρεματορίου με ευσπλαχνία και αυστηρότητα. Αλλά η κρίση για αυτούς πρέπει να ανασταλεί. Για να τηρηθεί όμως η στάση της αναστολής της ηθικής κρίσης, ο Λέβης συστήνει, αναλέοντας εξαιρετικά την περίπτωση του Ρουμκόβσκη, ότι πρέπει διαρκώς να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα πώς θα συμπεριφερόταν ο καθένας από εμάς, εάν βρισκόταν εκτεθειμένος στην ανάγκη και ταυτόχρονα στη σαγήνη της εξουσίας. Πέμπτο σημείο. Πώς συνέχισαν να ζουν τη ζωή τους οι επιζώντες μετά την Επελευθέρωση, χωρίς χαρά, με ντροπή, με όλα αυτά που είπαμε, αλλά μήπως κάποιοι έζησαν σαν να μην είχε μεσολαβήσει αυτή η ακραία εμπειρία, μήπως κάποιοι άρσα να διαφιλονικούν με τους συγγενείς τους για κληρονομικές υποθέσεις και όλοι σε άλλες τις μικρότες του καθημερινού βίου. Ο Λέβι δεν το θέλει το ζήτημα. Το θέλει τον άλλη Ευραία Συγγραφής. Και νομίζω ότι αυτό που θα ζητούσε από εμάς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να δείξουμε αυτή την κατανοητική ευσπλαχνία. Ξέρουμε γενικότερα ότι καμιά εμπειρία δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο. Αυτός που γλιτώνει από μια βαριά αρρώστια μετά από λίγες μέρες ξαναγίνει το ίδιος. Είναι πολύ κρίσιμο ζήτημα ηθικό, αλλά απέναντι στους ανθρώπους που επέζησαν από το Άσβητς, νομίζω ότι ο Λέβι θα ζητούσε αυτή την αναστολή της ηθικής κρίσης. Έκτο. Αυτό το λέω εντάχει. Οι επιζώντες σε πολύ μεγάλο βαθμό πήγαν να ζήσουν στο Ισραήλ. Το Ισραήλ είναι ένα κανονικό κράτος με αστυνομία, στρατό, εχθρούς, βία, πόλεμο κλπ. Οι επιζώντες το περιβάλλουν κατά κανόνα με θερμή αγάπη και υποστηρίξη. Η στάση του Λέβι και εν προκειμένου δεν ήταν η στάση της ανεφόρων υποστηρίξης του Ισραήλ. Ήταν μια κριτική στάση, μια ηθική στάση, που ήξερε κάθε φορά να κάνει κριτική στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ, υπερασπιζόμενος πάντα το δίκαιο των ασθενέστερων. Εύδομο και τελευταίο. Δεν θα μπορούσα να μη θέσω τελειώντας το ζήτημα της αυτοκτονίας του. Το έχει θέσει ο ίδιος εξηγώντας γιατί οι κρατούμενοι δεν αυτοκτονούσαν στο Αόσβιτς και το έχει θέσει επίσης και σχετικά με τον Ζαν Αμερί, τον φιλόσοφο της αυτοκτονίας, όπως τον αποκαλεί, και προσπαθεί να την εξηγήσει. Το δοκιμιό του ο Διανούμενος στο Αόσβιτς τελειώνει με τη φράση «Η σκοπή της ζωής είναι άριστη άμυνα εναντίον του θανάτου, όχι μόνο στο λάγγερ». Αυτοκτονία άραγε γιατί του έλειψε πια ο σκοπός της ζωής, γιατί αισθανόταν ότι δεν είχε τίποτα άλλο να πει. Προσωπικά πιστεύω ότι στο ερώτημα αυτό καλύτερα είναι να μην απαντήσουμε, να αφήσουμε το ερώτημα αναπάντητο. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τις συνθήκες ζωής του Λέβη τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Πάσει από κατάθλιψη. Η φαρμακευτική αγωγή που παίρνει δεν τον βοηθάει. Έχει κάνει δύο εγχειρήσεις με ολική ανεστησία. Έχει προβλήματα η μητέρα του και η περθερά του, τα οποία λόγω της κατάλωψης δεν μπορούν να τα σηκώσει και ούτω καθεξής. Θα αναφερθώ σε ένα κείμενό του που γράφει στη Λαστάμπα το δεκέμβριο του 1978 με τίτλο «Ζαν αμερή φιλόσφος και αυτόχερ». Και εκεί θα πει ότι είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ένας άνθρωπος σκοτώνει τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος ο αυτόχερ δεν γνωρίζει ακριβώς για ποιον λόγο το κάνει. Νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε σε αυτό. Κανείς δεν είναι κανός να εισέλθει στο άδειτο της αυτοκτονίας. Δεν έχει νόημα να κάνουμε υποθέσεις για την αυτοκτονία του πριν μολεύει ούτε να τη συνδέουμε με την εμπειρία του Άουσβιτς. Ας μείνει αναπάντητη. Τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε τη συνθήκη αυτών που βούλιαξαν και αυτούς που σώθηκαν, μας τις δίνει το ίδιο το έργο τους. Σας ευχαριστώ. Έχουμε λίγη ώρα να κάνουμε μια συζήτηση, αν υπάρχει ενδιαφέρον. Παρακαλώ, υπάρχει μικρόφωνο. Αν έχετε καλοσύνη να λέτε το όνομά σας. Λέγομαι Παναγιώτης Κυρίτσης, διδάσκο χημείας στον Καποδυστριακό. Έχω ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο του πριν μολεύει, όπως επίσης και οι φοιτητές μας. Σε τρεις διαφορετικές ημερίδες που διοργανώνουν οι φοιτητές μας, έχουν παρουσιάσει και ασχολιάσει τη ζωή και το έργο του πριν μολεύει. Δεν αναφερθήκατε στις βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει για τον πριν μολεύει. Εδώ, ίσως, κανείς να έχει μια ένσταση ότι οι βιογράφοι μερικές φορές το παρακάνουν και είναι αδιάκριτοι, διερευνούν με αδιάκριτο τρόπο τα στοιχεία τα οποία θεωρούν σημαντικά για τη ζωή αυτού που βιογραφούν. Εγώ δεν έχω διαβάσει εξαντλητικά πλήρως τις βιογραφίες. Έχω ακούσει, όμως, μια ομιλία μιας βιογράφου της Καρολ Άντζιερ, η οποία είπε το εξής. Είπε ότι ο πριν μολεύει, ως επιστήμον, ένιωθε τη χαρά να διερευνά τη λειτουργία του φυσικού κόσμου. Και εμείς οι επιστήμονες αυτό το καταλαβαίνουμε. Είναι μεγάλη χαρά, είναι μεγάλη ικανοποίηση να αποκαλύπτει στα μυστικά του φυσικού κόσμου. Και τελευταία πλευρά, ως άνθρωπος, είχε πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. Και θεωρώ, από όσα έχω διαβάσει, ότι το τέλος του εξηγείται από το γεγονός ότι αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους. Διότι, αν σκεφτούμε τη δεκαετία την τελευταία, του 80, τι έβλεπε, αναφερθήκατε στο Ισραήλ. Το Ισραήλ το 82 είχε εισβάλλει στο Λίβανο. Τότε ήταν επικριτικός. Έγραψε ο Λέβη. Τι άλλο γινόταν στην Ιταλία, ερεθρές ταξιαρχίες. Και γι' αυτό έγραψε. Έτσι, η βία, τα οποία για έναν άνθρωπο, ο οποίος, όπως τον περιγράψατε, ήταν άνθρωπος της λογικής, της ευαισθησίας, της ανθρωπιάς, ήταν παράλογα. Επίσης, έχω την αίσθηση ότι άρχισα να αισθάνεται ότι ο κόσμος ξεχνούσε. Όχι μόνο οι παλιότεροι, αλλά και κυρίως οι νεότεροι. Και όταν βλέπεις, λοιπόν, μια γενικευμένη αδιαφορία για ένα τέτοιο γεγονός, βεβαίως αισθάνεσαι ότι πλέον δεν έχεις λόγο να συνεχίσεις να ζεις. Δηλαδή, δεν σε καταλαβαίνουν, δεν επικοινωνείς με τον κόσμο. Και, επομένως, θεωρείς ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να ζεις. Εν τω μεταξύ, βεβαίως, είχα και θέματα, όπως τα αναφέρατε, οικογενειακής φύσιος, προσωπικής φύσιος και τα λοιπά. Επομένως, καλούμαστε να δούμε πώς ένας τέτοιος άνθρωπος, ο οποίος όντως άντεξε, εξέφρασε την καλή όψη του ενός ανθρώπου, απογοητεύτηκε στο τέλος, όχι από τα γεγονότα που έζησε στο Λάγκερ, αλλά από την περαιρέωσα ατμόσφαιρα την οποία έζησε τη δεκαετία του 80. Τι σχόλιο έχετε για όλη αυτή την οπτική. Ευχαριστώ πολύ. Εγώ σας είπα ήδη ότι δεν μπορούμε να μπούμε στο άδειο της αυτοκτονίας. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση γιατί αυτοκτονεί ένας άνθρωπος. Ποτέ κανείς. Και όπως διάβασα και αυτό παράθεμα του Λέβη από τη Λαστάμπα, ούτ' ο ίδιος ο αυτόχερ δεν ξέρει για ποιο λόγο κάνει αυτό το διάβημα. Εμένα προσωπικά η συζήτηση για ποιο λόγο αυτοκτόνισε ο Λέβη δεν με αφορά, δεν με ενδιαφέρει, δεν τη θέλω, δεν μ' αρέσει. Γιατί πάμε με διάφορους τρόπους να εξηγήσουμε ένα βαθύ νηστήριο, ένα άδειτο. Να μπούμε σε ένα άδειτο. Και εν τέλει εκείνο που μου χρειάζεται από τον Λέβη είναι το ίδιο το έργο του για να καταλάβω πραγματικά τι ήταν αυτό που έγινε. Να προσθέσω μια πινελιά. Έχει ενδιαφέρον. Δεν θα μπω στο άδειτο, θα αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό. Ο Λέβη αυτοκτονεί το Σάββατο 11 Απριλίου του 1987. Τρεις μέρες μετά φτάνει στο σπίτι του Φερντινάντο Καμμών, του φίλου του με τον οποίο έχει βγει βιβλίο με συνομιλίες τους. Και του συγγραφέα του Ιταλού που συζητάει με τους ξένους εκδότες για την τύχη του έργου του Λέβη. Ένα γράμμα τρεις μέρες μετά, την τρίτη, 14 πόσο είναι Απριλίου. Έκπληκτος το παραλαμβάνει ο Καμμών που ξέρει την αυτοκτονία του Λέβη και νομίζει ότι του έχει στείλει μια εξήγηση για αυτή τη δραματική πράξη. Και μόλις το ανοίγει και το διαβάζει, μένει έκπληκτος διότι το γράμμα είναι ένας ύμνος στη ζωή. Το γράμμα είναι γεωμάτο θέληση για δημιουργία, γιατί του θέτει όλα τα ζητήματα που ήταν σε κρεμότητα με τον Καλιμάρ, ο οποίος, Καλιμάρ ακούστε παιδιά, δεύτερη απόρριψη του Λέβη, είχε στείλει το αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, αυτό το αριστούργηματικό έργο. Και ο Έκτορ Μπιανκιώτης, ο Αργεντινός υπεύθυνος, είπε δεν μας άρεσε, δεν μας άρεσε στους Γάλλους. Και ο Λέβη του στέλνει μια επιστολή που γεμάτη ζωή, του έλεγε τα καινούργια σχέδια, του έλεγε συγγραφικά, του έλεγε και μόλις γίνεται γνωστή αυτοκτονία άρχισε βέβαια ο καβγάς μεταξύ των Γάλλων εκδοτών για να πάρουν τα δικαιώματα. Απλώς το αναφέρω ανεκδοτολογικά. Εγώ δεν πιστεύω ότι ήταν, ας πούμε, προφανώς τον είχαν αποθαρρύνει, αλλά μπαίνω τώρα στην εξήγηση και θα καταλάβω το άδειτο. Έτσι, αλλά είναι βέβαιο ότι είχε πάψει να παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή μετά από αγχείριση σε προστάτη. Και για κάποιον καταθληπτικό... Δύο αγχείρισεις μάλιστα. Δύο αγχείρισεις, έτσι. Είχε πάψει να παίρνει τα φαρμακά του, έχουν και αυτά μια ηλικη βαρύ. Και στους καταθληπτικούς λένε ότι η ηλικία αναισθησία επιβιδινώνει τα πράγματα, αλλά... Ο κ. Μαναλόπλος στο βάθος... Ευχαριστώ. Δεν ήταν, Νίκο. Να ανοιχτώ. Δύο ερωτήσεις θα ήθελα να κάνω. Ευχαριστώ και τους δύο μιλητές. Μιλείες ως προς την κρίζα ζώνη μέσα στο στρατόπεδο. Εγώ νομίζω, με πίστη πιο πολύ, όπως το έθεσε ο κ. Ζουμπουλάκης, ότι μέσα στο στρατόπεδο δεν καταργείται το μανιχαϊστικό μοντέλο. Θείτες και θύματα υπάρχουν. Η κρίζα ζώνη είναι διαβάθμιση μέσα στα ίδια τα θύματα. Γιατί η δικιά σας περισσότερο τοποθέτηση ήταν ότι... Που μάλλον στηρίζεσαι ότι μιλάει για ενδιάμεση ζώνη, πρώτα αυτό και δεύτερον, εκεί για την τροπή, κ. Ζουμπουλάκη. Έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ ότι τελικά η θέση σας είναι ότι η θέση σας. Μια ερμηνείας ότι η τροπή που ενιώθει ο Επιζώνη, ο Πρυμμολέβ, δεν είναι επειδή διαπιστώνει μέσα στο στρατόπεδο ότι ο καθένας είναι οκάνι του αδελφού του, αλλά ότι διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να καταλαβαίνει ότι ο καθένας είναι όμηρος του αδελφού του και φαίνεται ανάξιος μπροστά σε αυτήν την ομηρία. Καταλαβαίνω ότι δεν την ανέλαβε, δηλαδή αυτό που λέει ο ένας άλλος. Ναι, ναι. Ευχαριστώ. Νομίζω δεν υπήρχε διαφορά, αλλά για την τροπή, αν μου επιτρέπει Σταύρο, ένα λεπτό μονό. Υπάρχει μια θαυμάσια ανάλυση του Τσβετάνου Τοντόροφ, που είναι από τους καλύτερους μελετητές στρατοπεδικής φιλολογίας και του Πρυμμολέβ ιδιαίτερα, στο θαυμάσιο βιβλίο του απέναντι στο ακραίο και διακρίνει τρεις κύριες μορφές, το λέω πολύ συνοπτικά. Τη ντροπή της ανάμνησης, που περιέγραψε ο Σταύρος, γιατί θυμάσαι ότι περιέλθες την κατάσταση του ζώου, την ταπείνωση, τους εξετελισμούς και τα λοιπά. Δεύτερον, την ντροπή επειδή επέζησες, επέζησαν οι χειρότεροι, όχι οι καλύτεροι, και κυρίως, ας πούμε, επέζησες στιγμές κάποιου άλλου για τον οποία φέρεις. Και τρίτο, λέει ο Τοντόροφ, και το λέει και στο περιεδικό σύστημα θαυμάσια ο Λέβη, την ντροπή γιατί είσαι άνθρωπος. Και λέει ο Λέβη, την τρέπομαι γιατί είμαι άνθρωπος, γιατί οι άνθρωποι έφτιαξαν το Άουσβιτς και το Άουσβιτς κατάπηκε εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Αυτές οι τρεις μορφές περιγράφονται θαυμαστά, νομίζω, από τον Τοντόροφ. Συμφωνώ και εγώ με τον Θανάση, δεν είχαμε καμία διαφορά στην κρίζα ζώνη. Αναδιατυπώσαμε αυτά που λέει ο Λέβη εδώ, αλλά έχει σημασία να καταλάβουμε ότι το κεφάλαιο, το αυτοί που βγούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν είναι το βιβλίο με το οποίο λέει πια, στοχάζεται και αναστοχάζεται την εμπειρία ένα χρόνο πριν πεθάνει. Εκεί υπάρχουν δύο πραγματικά κορυφαία σημεία. Βλέπετε το ένα είναι η ανάλυση για την κρίζα ζώνη, που δείχνει ότι δεν υπήρχανε σαφή περιγράμματα στο στρατόπεδο. Υπήρχε όλη αυτή η διαβάθμιση. Δεν ήταν άσπρο-μαύρο, δηλαδή. Υπήρχε και η κρίζα ζώνη και το κεφάλαιο για την τροπή για μένα. Γιατί ο Λέβη τόλμησε να θέσει αυτό το θέμα, το οποίο εκπρότυψε, όπως φαίνεται, παράδοξο. Δηλαδή δεν νιώθουν τροπή οι θύτες, οι Γερμανοί, και νιώθουν τροπή τα θύματα και σε αυτό το παράδοξο προσπάθησε να απαντήσει με αυτόν τον δυσδυτικό τρόπο και τον τολμηρό, σε κλιμακοτά. Για να φτάσει, πιστεύω εγώ, στο κεντρικό σημείο, που είναι αυτό που είπες, Νίκο. Δηλαδή, όταν βγαίνω και ζώο και επανέρχομαι στην κανονική ζωή, τότε ντρέπω με για το βλέμμα που δεν επέστρεψα σε κάποιον που με κοίταγε παρακλητικά. Για ένα χέρι που δεν ακούμπησε έναν νόμο. Γιατί με είχαν οδηγήσει στην κατάσταση του ζώου. Και γι' αυτό που δεν έκανα, γι' αυτή την παράλειψη βοήθειας, ντρέπω με. Ντρέπω με για πάντα. Αυτό λέω, λέει, ότι είναι αυτό το αίσθημα της νεροποίησης. Και συνέχεια, δηλαδή ντρέπονται συνέχεια γι' αυτό. Είναι η σκηνή με το νερό. Ναι, η σκηνή με το νερό, ναι. Η σκηνή με το νερό, έτσι. Είναι καταδυψασμένοι, βρίσκουν μια σωλήνα νερού και αντί να ειδοποιήσουν την ομάδα, ο Λεύη με τον Αλμπέρτο, ξεδιψάνε με αυτό το θωλό και βρωμικό νερό. Αντί να ειδοποιήσουν και τους υπόλοιπους, αλλά ένα μάτι ο Ντανιέλε τους είδε. Και μετά του είπε του Λεύη, εμένα, γιατί δεν με φώναξες, έτσι. Ναι, ναι, όχι έτσι έτσι. Είναι η εξαγρύωση, η εξαγρύωση που έχεις υποστεί. Και ο Λεύη το θεματοποίησε αυτό με τόλμη, έτσι. Για να το σκεφτούμε λίγο, έτσι. Ήθελε πολύ τόλμη να το πεις αυτά τότε. Να έρχεται ένας Εβραίος και να λέει, ντρέπω με. Ντρέπεσαι, οι άλλοι πρέπει να ντρέπονται. Και ο Λεύη αναλαμβάνει να πει αυτό. Δηλαδή πρέπει να εκτιμήσουμε λίγο και την παρησία του, έτσι. Η ανάλυση για την κρίζα ζώνη είναι μια ανάλυση που είναι πάρα πολύ μεγάλη τόλμη. Ενάντια στο ρεύμα, κινείται πάντα ενάντια στο ρεύμα. Ενώ είναι αριστερός από τη νεότητά του, είναι αντάρτης στη δουστίτσια Λιμπερτά, που ήταν ο ανθός της ιανοτικής και πολιτικής πρωτοπορίας. Ενώ είναι σοσιαλιστής χωρίς κομματική ένταξη, αν και είχε μια περίοδο μετά του 1946-1947 στο κόμμα της δράσης, το οποίο μετά διαλύθηκε. Και ενώ ζει στην εποχή των άκρων, που είναι οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις, μαρξισμός, κομμονισμός από τη μια, οικονομικός φιλελευθερισμός, κοινωνικός καπιταλισμός από την άλλη, κοινωνικός χριστιανισμός, φιλελευθεριακός νοσιαλισμός, αυτός είναι έξω από αυτά τα μεγάλα συστήματα, γιατί διαθέτει πολύ μεγάλη ανεξαρτησία και ελευθερίας σκέψεις. Και τολμάει σε μια εποχή που λατρεύεται ο ήρωας, ο αντάρτης, ο πολεμιστής, ο μαχητής της ελευθερίας, του μεταπόλεμου, να μιλήσει για τα ταπεινά, εκβαρβαρισμένα θύματα των στρατοπέδων. Για αυτό και δεν τον ακούει κανείς. Να πω κάτι σε αυτό που είπε ο Θανάσης προηγουμένως. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Λέβης δεν πιστεύει στον Θεό. Το λέει ο ίδιος και αν υπήρχε ένα ήχνος πίστης, αυτό χάνεται στο Άουσβιτς. Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό με τον Καμμών, όταν παίρνει το δακτυλόγραφο, για να κάνει τις τελευταίες διορθώσεις, για να πάει για έκδοση, στο δακτυλόγραφο λέει αφού υπάρχει το Άουσβιτς δεν υπάρχει Θεός. Και εκεί με το μολύβι του διαγράφει και λέει «αναζητώ την απάντηση, μα δεν την βρίσκω». Δηλαδή, αφήνει και το ερώτημα λίγο ανοιχτό στις τελευταίες μέρες της ζωής του. Το ίδιο θέμα που ασχόλησε το Ιώνας, και κατέληξες άλλο συμπέρασμα στον δοκίμιό του, ότι ο Θεός… Να μιλήσουν κι άλλοι. Ο κ. Σπάνγκαλος, εδώ, εδώ. Εγώ θέλω να κάνω την εξυπαρατήρηση, ότι μου φαίνεται από την ανάγνωση του… εάν αυτό είναι ο άνθρωπος και αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που χάθηκαν… Που σώθηκαν. Που σώθηκαν, συγγνώμη, και αυτοί που σώθηκαν, ότι υπάρχει ένα εμείς στο έργο του Λεύη, που είναι ταυτόχρονα ηθικό και θα το βάλω σε σαγωγικά πολιτικό. Δηλαδή, θυμάμαι το σημείο εκείνο που οι Ναζοί κρεμάνε τρεις κρατούμενους, που τόλμησαν να προβούν σε κάποια πράξη αντίστασης. Μάλιστα, άθμα καλά, ο ένας από τους τρεις είναι παιδί, και περνώντας από μπροστά τους οι υπόλοιποι κρατούμενοι με σκυμμένα τα κεφάλια κάτω, αισθάνονταν αυτή την ντροπή για την οποία μας μιλήσατε. Και ταυτόχρονα την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στην αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα. Η εξέγερηση που δεν έρχεται, δηλαδή, στο Άσβης, γιατί δεν ήταν δυνατόν να έρθει, είναι ταυτόχρονα ένα ηθικό και σε σαγωγικά, ξαναλέω, πολιτικό καθήκον. Επίσης αυτό να έχει σχέση και με αυτό που είπε ο κ. Γιαλκέτσις ότι ο Λέβη έβλεπε τα πράγματα συγκεκριμένα, δηλαδή το βίωμά του και η σκέψη του ήταν συγκεκριμένη πάντα, δεν χανόταν έτσι στην καθολικότητα των μεγάλων ιδεολογικών, ας πούμε, ξάρσεων και λοιπά. Το ηθικό ήταν και πολιτικό για αυτό. Και έτσι εξηγώ εγώ και μετά την κριτική στο κράτος του Ισραήλ, που είναι συνεπέστατη μέχρι το τέλος της ζωής του. Τώρα για την ντροπή, θα μου επιτρέψετε, που το θεωρώ κι εγώ πολύ σημαντικό ζήτημα, στο Λεβινάση, στα πρώτα έργα του Λεβινάση, σε ένα βιβλίο που λέγεται «Τελεβασιόν», υπάρχει η έννοια της ντροπής μπροστά στον άλλο. Δηλαδή, ντρέπομαι για την ίδια μου την ύπαρξη και αυτό συνεχίζεται μετά στο βαθμό, ας πούμε, που δεν αναλαμβάνω την ευθύνη απέναντι στον άλλο, αλλά είναι σαν μια απριόρηση συνθήκη για τον καθένα μας στην ντροπή, ανεξάρτητα και από όσα τυχαία είναι ο καθένας να κάνει. Αυτή, όμως, είναι μια διαφορετική ντροπή. Γιατί εκεί είναι ανθρωπολογική σταθερά στο Λεβινάση. Εδώ είναι κάτι άλλο στον Λεβινάση. Εδώ έρχεται από το βίωμά τους στρατόπεδα, ναι. Αυτές τις ελάχιστις παρατηρήσω. Ωραία, ευχαριστούμε. Υπάρχει άλλη. Εδώ μπροστά ο κύριος και ο κύριος για να κάκει στο βάθος. Εγώ μια παρατήρηση θέλω να κάνω. Το όνομά σας... Ελάχιστις. Παρατήρηση που θέλω να κάνω... Λάκης Κέτος. Δύο, δύο θέλω να πω. Το πρώτο είναι πριν δυο-τρία χρόνια είχα δει μια ταινία που πολλά μου τα θύμησαν, είναι κάπως έτσι, ενός ούγγρου. Του Νέμεση. Ναι. Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι αυτή η τάση του ανθρώπου να νιώθει ανώτερος από κάποιους άλλους γύρω του, ακόμη και δίπλα του, μου φαίνεται ότι πρέπει να είναι πανάρχια. Και πολλές φορές αυτό πηγαίνει σε ακριάς περιπτώσεις. Μία από αυτές τις ακριές περιπτώσεις ήταν οι Πιγερμανοί. Βρήκαν τους Εβραίους από διάφορα κατασκευάσματα και το ένα και το άλλο και τους αλλάξαν την πίστη, τους διαλύσσαν κανονικά. Όμως, αυτό δεν σταματάει. Εκεί ολοκληρώθηκε με αυτό το πράγμα του Άουσδιστ, πώς να το πούμε και πώς να το χαρακτηρίσουμε, επειδή ήταν ολοκληρωτικό το καθεστώς της Κιτυλαιρικής Γερμανίας. Αλλά εδώ γύρω μας κάνει θράψη αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, παντού το βλέπεις. Άσε τους γύφτους που τους έχουμε. Είχα μεγάλους ομεγγύφτους μαζί και μάλλον τους ήξερα πώς τους αντιμετώπιζαν. Αλλά στη σημερινή μέρα, πρόσφυγες, μετανάσεις, ιστορίες, τους έχουν λες και είναι τρίτης κατηγορίας άνθρωποι και τένταρτης. Με μεγάλη ευκολία, αν θέλανε, αν μπορούσαν, δηλαδή, έτσι με άνεση, και τους ξελοθρεύουν. Θέλω να πω, δηλαδή, είμαστε πολύ σίγουροι ότι η Δημοκρατία γενικώς μπορεί να μας προστατεύσει από Νέα Άσβηβιτς. Αυτό είναι το ερώτημα. Πρώτα απ' όλα, ο ίδιος Σολέβη λέει ότι μπορεί να επαναληφθεί. Γι' αυτό έγραψε το βιβλίο του 1986, με μαχητική θέληση. Και πρέπει να προσθέσουμε και κάτι άλλο, ότι το έγραψε και για να καταπολεμήσει τον ιστοριογραφικό αναθεωρτισμό. Δεν το έγραψε τυχαία το 1986, το αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν. Γιατί την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει, είχε σπάσει η συζήτηση των ιστορικών, οι περίφημοι, στη Γερμανία, με τον Ελς Νόλτε και τον Χίλ Μπρούγκερ να υποστηρίζουν ότι το Άσβηβιτς ήταν απάντηση στην εξόδοση των κουλάκων του Στάλιν και τέλος πάντων υπήρχαν τα κουλάκ που ήταν το προηγούμενο παράδειγμα. Και εκεί απαντάει στεναρά, αρνείται αυτή την εξομίωση. Και λέει ότι ήταν φρικτή η θνησιμότητα στα κουλάκ, αλλά δεν υπήρχαν θάλαμια αερίων και κρεματόρια στα κουλάκ. Και δηλαδή υποστηρίζει την ιστορική μοναδικότητα της ναζιστικής γενοκτονίας. Όσο για το άλλο σκέλος, δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι υπάρχει μια καταπληκτική, γιατί έχει μια δαρβενική θεώρηση, μια ιθολογική ματιά πάνω στον άνθρωπο ως πειραματόζο στο στρατόπεδο, ο Λέβι, σε σημείο που λέει ότι μέσα στη γενετική μας κληρονομιά ως αγελέα ζώα, υπάρχει και είναι πάντα ισχυρή η τάση για κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Όσο για το τελευταίο, επιτρέψτε με, έκανα κατάχρηση, αλλά το έχω σημειώσει να το διαβάσω, μικρό κομμάτι είναι που είπατε, που τον κάνει εξαιρετικά επικοινωρό και γι' αυτό το λέω λόγο, σήμερα που ο ρατσισμός και η εξονοφοβία και ο αναθοριτισμός ιστοραιογραφικός έχουν πάρει, σηκώνουν ανάστημα και παίρνουν ανισχυτικές διαστάσεις, προειδοποιούσε ο Λέβι γράφοντας, μία φράση είναι, «Πολλοί λαοί οι άτομα συμβαίνει να θεωρούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ότι κάθε ξένος είναι εχθρός. Επιπλέον, αυτή η υπεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ψυχής σε μια λανθάνουσα μόλινση. Αν όμως αυτή η ανομολόγητη σκέψη αποτελέσει τιμίζωνα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας έρχονται τα στρατόπελα». Ο κ. Γιάννη Κάκης. Καλησπέρα. Πρώτα, μια διαπίστοση, χωρίς να έχουμε φυσικά συνολική θεώρηση του τι έχει γραφτεί, υποθεί ή δειχθεί μέσα από ταινίες όλα αυτά τα χρόνια, από το 1945 μέχρι σήμερα. Πιστεύω ότι η σημερινή εκδήλωση ανήκει στις πιο διαβγείς. Είναι καθαρές και ιδιαίτερες προσεγγίσεις του εβραϊκού ολοκαυτώματος. Εκτός αυτού, όμως, θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα. Ξεκινώντας από αυτό που και οι δύο υπογραμμίσετε, ότι η προσέγγιση του Λέβη στο εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ήταν κλινική. Δεν ήθελε, δηλαδή, να κριτικάρει, αλλά προσπαθούσε να καταλάβει. Θα ήθελα την τοποθέτησή σας γύρω από το αν σε 30, 40 ή 50 χρόνια, όταν προπολού θα έχουνε εκλείψει οι όποιοι επιζώντες, οι άνθρωποι που είχανε μία πιο ζωντανή σχέση με αυτούς τους ανθρώπους, θα μπορούσε η εμπειρία του ολοκαυτώματος, όπως θα έχει μεταφερθεί, να ξεφύγει από τον ζώφο που μοιραία προκαλεί και στεκόμαστε σε αυτό το ζώφο, μας αφήνει άναυδους, έτσι ώστε να αποτελέσει έναν οδικό χάρτη καλύτερης, ευρύτερη και βαθύτερης κατανόησης της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης συνθήκης. Έτσι ώστε η απίστευτη αυτή θυσία κάποια στιγμή να μπορέσει να δικαιωθεί μέσα από μια αξιοποίησή της, έξω από το ζώφο που είναι δαδομένο, να μπορέσουμε δηλαδή να είναι ένα εργαλείο βαθύτερης κατανόησης του ανθρώπου στο μέλλον. Ευχαριστώ. Αυτό που θα απαντούσα στον κύριο Γιαννακάκη, ο οποίος ξέρει καλά το θέμα του ολοκαυτόματος και την κινηματογραφική του εκδοχή, που πέσω τώρα από κάθε άλλο, είναι το εξής. Δεν το πιστεύω. Εάν είχε γίνει αυτή η βελτίωση των ανθρωπινων πραγμάτων, έχουν προοριγηθεί πάρα πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν αν δεν είχαμε κάνει. Απέναντίας όσο θα περνάνε τα χρόνια, λέμε, μετά από 100 χρόνια, 200 χρόνια, αν υπάρχουν οι άνθρωποι, αυτή η ένταση του ολοκαυτόματος θα μειώνεται και θα ατωνεί όλο και περισσότερο, όπως έχουν ατωνήσει προηγούμενες γενοκτονίες. Και υπάρχουν τρομερά φαινόμενα γενοκτονίας, διότι η γενοκτονία των Εβραίων, κατά την άποψή μου, το ολοκαυτόματο εγγράφεται μέσα στο σύνολο των γενοκτονιών. Είναι ένα γενοκτονικό φαινόμενο. Δεν μπορούμε να το αποσπάσουμε από τη μακρά ιστορία των γενοκτονιών, ωστόσο μέσα σε αυτό το συνεχαίνον, σε αυτή τη μακρά ιστορία των γενοκτονιών, έχει μια μοναδικότητα. Αλλά εάν το απομονώσουμε από το γενοκτονικό φαινόμενο, το καθιστούμε και λίγο ακατανόητο. Είναι ένα γενοκτονικό φαινόμενο με ακραία μοναδικότητα. Πιστεύω ότι όσο περάν τα χρόνια θα μειώνεται η έντασή του, η δύναμή του. Και μπραστώς δεν έχουμε παραδείγματα στην ιστορία που έκαναν τους ανθρώπους καλύτερους. Ένα μας διδάσκει η ιστορία ότι δεν διδασκόμαστε από την ιστορία. Απλώς μόνο να προσθέσω μία μία φράση, χωρίς πρόσθετες επεξηγήσεις. Ο Λέβης δεν συμφωνούσε, δεν του άρεσε ο όρος ολοκάφτου. Όταν είχε προβληθεί η σχετική ταινία, είχε γράψει, είχε καταλάβει ότι είχε αναζωπηρωθεί του δημόσιο ενδιαφέρον για αυτήν, αλλά τον όρο αυτό δεν τον προτιμούσε. Και πολλοί, και πολλοί δεν τον προτιμούσαν, αλλά με τους όρους γίνεται ότι όταν επιβάλλονται... για το ολοκάφτου, ξέρετε, έχει μια έννοια λες και τα θύματα τα ίδια θυσιαστήκανε, ας πούμε. Απ' την άλλη μεριά, το να υιοθετήσουμε την άποψη και σε αυτή, όπως είπαμε αντίθετα, στην άποψη του εβραϊκού όρου σωά, τι κάνει αυτό. Απομονώνει το γεγονός αυτό από την κοινή ανθρώπινη ιστορία και το ιδιαιτεροποιεί, το εγγράφει δηλαδή στην εβραϊκή περίπτωση. Ο όρος είναι ακατανόητος για τους Πέρσαντους ανθρώπους. Εγώ δεν θέλω αυτό που έγινε στο Άουρβιτς να ιδιαιτεροποιηθεί. Θέλω να κρατήσει την καθολικότητα της σημασίας του. Με όλα τα μοναδικά χαρακτηριστικά που έχει. Άλλωστε, εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, λέει. Δεν λέει εάν αυτό είναι ο Εβραίος, παρόλο που οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι. Λοιπόν, στο σημείο αυτό, να σας ευχαριστήσουμε. Να σας πω ότι εδώ, με αυτή την εκδήλωση, τελειώνει ο έκτος κύκλος εκδηλώσεων λόγων της Εθνικής Βιλιοθήκης της Ελλάδος. Ελπίζουμε να είμαστε καλά και να ακολουθήσουν κι άλλοι. Και καλό Πάσχα!
|
_version_ |
1782816919396548608
|
description |
: Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλοι της Θενικής Βιβλιοθήκης, καλησπέρα. Όταν σχεδιάζαμε αυτή την εκδήλωση και συμμαδέψαμε αυτή τη μέρα για να την κάνουμε, δεν είχαμε προσέξει ότι σήμερα είναι η μέρα που αρχίζει το Εβραϊκό Πάσχα. Έτσι θέλω να πω ότι αφενός είναι κατανοητή η μη μαζική παρουσία των φίλων μας των Εβραίων στην εκδήλωση και αν τυχόν υπάρχουν κάποιοι που δεν τους βλέπω, ευχόμαστε χρόνια πολλά. Είναι μια διεθνής επέτειος στα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου συγγραφέα Πρυμολεύη και η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μπορούσε παρά να έχει μια εκδήλωση για το έργο του. Οι ομιλητές θα είναι δύο, ο Θανάσης Γιαλκέτσις που έχει ασχοληθεί αρκετά με τον Πρυμολέου και ξέρει βαθιά το έργο του και εγώ. Μετά το τέλος των εισηγήσεων θα έχουμε ένα χρονικό περιθώριο να συζητήσουμε. Ξεκινάμε με τον Θανάση Γιαλκέτσι. Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης διαπράχθηκε το μέγιστο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εξοντώθηκαν εκεί εκατομμύρια άνθρωποι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ήταν ένα μαζικό έγκλημα ψυχρά αποφασισμένο, επιστημονικά εντός εισαγωγικών σχεδιασμένο, με σχολαστική επιμέλεια εκτελεσμένο. Εκείνοι που συνέλαβαν και οργάνωσαν αυτή τη φοβερή μηχανή του θανάτου, ήταν οι ίδιοι τόσο πολύ πισμένοι για την τέλεια λειτουργία της, για την τελείωτοιτά της, ώστε πίστευαν ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει κανείς για να αφηγηθεί όσα είδε και όσα έζησε. Και πράγματι η συντηρητική πλειονότητα των κρατουμένων θανατώθηκε, όπως ξέρουμε. Λίγοι είχαν την τύχη να επιζήσουν και ακόμα λιγότεροι είχαν τη δύναμη να αφηγηθούν όσα έζησαν. Ας αναλογιστούμε μόνο πόσο πελόρια, πόσο αδιανόητοι θα ήταν οι φρίκοι, πόσο γοερός και αβάστακτος θα ήταν ο θρύνος, αν καθένας από αυτά τα εκατομμύρια των νεκρών μπορούσε να αφηγηθεί το μαρτύριο που έζησε και τις συνθήκες του θανάτου του. Με τον εκτοπισμό και τον εγκλεισμό του στο Άουσβιτς, ο Πρίμω Λέβη έγινε μάρτυρας και ενός άλλου τρομερού εγκλήματος. Της θανάτωσης της ανθρώπινης ψυχής, της εκμηδένησης της ανθρώπινης υπόστασης, της υποβάθμισης της ύπαρξης σε μια πρωτόγονη, ζωώδη και βάρβαρη κατάσταση. Σε αυτό το σύμπαν του τρόμου, δήμιοι και θύματα, αφεντικά και σκλάβοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, έχαναν την ανθρωπιά τους και αποκτηνώνονταν. Αν ήθελες να αποφύγεις ή έστω να αναβάλεις προσωρινά το θάνατο, έπρεπε να χάσεις την ανθρώπινη ταυτότητά σου και να μεταμορφωθείς σε ζώο που μάχεται με όλα τα μέσα για να επιβιώσει. Έπρεπε να δίνεις μια καθημερινή μάχη εναντίον της πείνας, του κρύου, της σωματικής εξάντλησης και κόπωσης, των ξυλοδαρμών, των εξευτελισμών, της αίσθησης κυρίως του επερχόμενου θανάτου. Εδώ, γράφει ο Λέβη, ο αγώνας για την επιβίωση είναι ανελέητος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και βασανιστικά μόνος του. Για να επιζήσει κανείς, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί στη μάχη του ενός εναντίον όλων. Οι Ναζιστές εξουσιαστές πίστευαν ότι οι κρατούμενοι δεν ανήκουν στον ανθρώπινο είδος, χρησιμοποιώντας συνειδητά την πείνα, το κρύο, τους κυλοδαρμούς, τις τιμωρίες, την καταναγκαστική εργασία, τους εξευτελισμούς, απέβλεπαν στο να μετατρέψουν τους κρατούμενους σε υπανθρώπους, να τους επιβάλλουν συμπεριφορές που έμοιαζαν ζωώδεις. Μπορούσαν έπειτα, με ήσυχη συνείδηση, να συμπεριφέρονται απάνθρωπα σε αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, σαν να ήταν πράγματι ζώα. Ο εξευτελισμός τους ήταν αναγκαίως εντός εισαγωγικών, προκειμένου να μειωθεί το αίσθημα ενοχής των εκτελεστών. Αν τα θύματα, ας πούμε, δεν είναι άνθρωποι, αλλά είναι κάτι σαν ταποντίκια, άλλωστε με απολυμαντικό για ταποντίκια των καραβιών, τους στέλνανε στους θαλάμους αερίων, τότε δεν θα είχε κανείς καμία ηθική αναστολή να τα εξοντώνει. Αυτή την επιδίωξη της εκμηδένησης της ανθρώπινης υπόστασης υπηρετούσε πιστά το μοχθηρό τελετουργικό της υποδοχής της δεξίωσης των κρατουμένων και της ένταξής τους στις ιεραρχίες και τις πειθαρχίες του στρατοπέδου. Τους υποδέχονταν με προπυλακισμούς, με κλωσσιές και γροθιές, με βάρβαρα ουρλιαχτά, μετά από πολύωρη και εξουθενωτική ορθοστασία, αφού τους αφαιρούσαν τα υπάρχοντά τους, τα λιγοστά, τα χαρτιά τους, τα παπούτσια, τα ρολόγια τους, ό,τι είχαν στις τσέπες τους, ακολουθούσε το ομαδικό ολικό ξεγύμνομα μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά για το Λέβι και το ξύρισμα του κρανίου. Οι υμνοί, όρθιοι και καταπτοημένοι, έπαιρναν κάποια ράκη αντί για ρούχα και σπρώχνονταν με κραυγές και χλεβασμού στα παραπήγματα. Από την αρχή αντιλαμβάνονταν με θλίψη ότι σε αυτή την επίγεια κόλαση κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο την αξιοπρέπειά τους και τη λογική τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Μια βελώνα θα χαράξει στο αριστερό τους χέρι ανεξίτηλο στίγμα, στο αριστερό τους μπράτσο έναν αριθμό, όπως γίνεται με τα ζώα που προέρχονται για το σφαγείο, και το καινούργιο όνομα του Πρυμολεύη θα είναι στο 6-174-517. Επειδή δεν τους δίνουν κουτάλια, ενώ όπως ανακάλυψε μετά υπήρχε αποθήκη γεμάτη με κουτάλια, τρώνε την καθημερινή σούπα πίνοντας και γλύφοντας με τη γλώσσα σαν σκύλη. Η καταναγκαστική εργασία για την οποία προορίζονται είναι μια εξαντλητική εργασία για δούλους, για όντα υποβαθμισμένα σε υποζύγια που κουβαλάνε ασίκοτα βάρη και σέρνονται βρώμικα πάνω στο χώμα. Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις ζωντανός, να μην κατατήσεις πολύ γρήγορα μουσουλμάνος που στη γλώσσα του στρατοπέδου σημαίνει ένας σωματικός και ψυχικός ράκος, ένα φάντασμα που λιμοκτονεί και μοιάζει με σκελετό, αυτό που ξέρουμε από τις εικόνες που έχουμε από τα στρατόπεδα. Ακόμα πιο δύσκολο όμως από το να επιζήσεις είναι να παραμείνεις άνθρωπος, να διασώσεις κάτι από τον ηθικό σου κώδικα και την αξιοπρέπειά σου. Για να επιζήσεις πρέπει να σκληρήνεις, να γίνεις και εσύ κακός, να κλέψεις αν είναι δυνατόν το ψωμί και τη μερίδα του διπλανού σου, να είσαι ανελέητος με τους αντίζυλους και ανταγωνιστές σου στην άγρια μάχη της επιβίωσης. Πρέπει, γράφει ο Λέβη, ανοίγω εισαγωγικά, να πνίξεις κάθε έννοια αξιοπρέπειας, να σβήσεις το φως της συνείδησης, να κατεβείς στο πεδίο της μάχης σαν βάρβαρος εναντίον βαρβάρων. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο εξατλητικός αγώνας του ενός εναντίον όλων συνεπαγόταν μυρή αταπεινοτικότατος συμβιβασμός, εξευτελισμούς και υποχωρήσεις. Να επιζήσεις χωρίς να αρνηθείς τίποτα από τον ηθικό σου κόσμο, γράφει ο Λέβη, εκτός από περιπτώσεις μεγάλης εύνοιας της τύχης ήταν δυνατόν μόνο σε ελάχιστος και αυτοί ήταν άνθρωποι ανώτεροι από τη στόφα των αγίων ή των μαρτύρων. Στο στρατόπεδο ο αγώνας για την επιβίωση έπαιρνε άγριας και πρωτόγονες μορφές και ο νόμος της ζούγκλας ήταν σε πλήρη ισχύ και γινόταν αποδεκτός από όλους ή μάλλον ορθότερα σχεδόν από όλους. Από τις ιστορίες που αφηγείται ο Λέβη συμπερένουμε ότι υπήρχαν και ορισμένες θαυμαστές εξαιρέσεις. Υπήρχαν δηλαδή ορισμένοι κρατούμενοι που διέσωσαν την ανθρωπιά τους χωρίς να είναι άγιοι ή μάρτυρες. Τέτοια ήταν για παράδειγμα η περίπτωση του αδελφικού φίλου του Λέβη, του 22χρονου Αλμπέρτο, ο οποίος επέδειξε μιαν εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής και κατόρθωσε να παραμείνει ακέραιος και αδιάφθορος. Ο Αλμπέρτο δεν έγινε όμως και σκληρός. Πάλευε για να επιζήσει παραμένοντας φίλος με όλους λέει σε εισαγωγικά ο Λέβη. Παρόμοια θαυμαστή περίπτωση ήταν και εκείνη του Γάλλου Ζαν από την Αλτσατεία, του κλητήρα γραφέα στο κομάντο χημείας που επειδή ήταν μικρούλης ο Λέβη τον αποκαλούσε Πίκολο. Ο Πίκολο ήταν και αυτός πολυμήχανος, σωματικά δυνατός και ταυτόχρονα ύπιος και φιλικός. Η γενική εικόνα της ζωής του Άουσβιτς που περιγράφει ο Λέβη απέχει πολύ, όπως ο ίδιος γράφει εισαγωγικά, από τη σχηματική εικόνα των καταπιεσμένων που ενώνονται, εάν όχι σε κοινή αντίσταση, τουλάχιστο για να υπομείνουν την κοινή δυστυχία, κλείνοντα εισαγωγικά. Γιατί? Γιατί στο φτρατόπενο οι κρατούμενοι διαιρούνται σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. Εξηγεί ο Λέβη σε κάθεστος εχμαλωσίας, προσφέρεται σε μερικούς σκλάβους μια προνομιακή θέση, κάποια άνεση και μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης, απαιτώντας σε αντάλλαγμα την απάρνηση της αλληλεγγύης προς τους συντρόφους. Και σίγουρα θα υπάρξει, συνεχίζει, αυτός που θα δεχτεί. Αυτός θα εξερεθεί από τον κοινό νόμο και θα είναι απρόσβλητος. Και όσο περισσότερη εξουσία θα του δοθεί, τόσο πιο μισιτός και απεχθής θα γίνεται. Ο προνομιούχος κρατούμενος θα γίνει ομός και τυραννικός, γιατί αν δεν επιδείξει ομότητα, κάποιος άλλος που θα κριθεί καταλληλότερος θα πάρει τη θέση του. Η διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων κρατούμενων δείχνει ότι η πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων είναι πιο περίπλοκη από τη σχηματική και απλουστευτική εικόνα, σύμφωνα με την οποία όλο το κακό βρίσκεται από τη μια μεριά και όλο το καλό από την άλλη. Υπάρχουν δηλαδή σκλάβοι που μεταμορφώνονται γρήγορα σε εξουσιαστές και σπέρνουν τον φόβο στους υπόλοιπους κρατούμενους. Το καθημερινό μαρτύριο, η σωματική ταλεπωρία, η ψυχική οδύνη των μη προνομιούχων τους εξανάγκαζε να σκύβουν το κεφάλι, να υποτάσσονται και να σιωπούν. Η γυμνή ζωή τους δεν είχε τίποτα το ηρωικό. Ο Λέβη φωτίζει την ταπεινωτική υποδούλωσή τους, που ισοδυναμούσε με ηθικό, ψυχικό και πνευματικό θάνατο, με την περιγραφή μιας αληθινά συγκλονιστικής σκηνής. Είναι η σκηνή του απαγχονισμού ενός εξεγερμένου, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην ανατίναξη ενός από τα κρεματόρια του Μπιρκενάου. Γράφει ο Λέβη, όλοι άκουσαν την κραυγή του αιτιμοθάνατο, που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλώνησε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσία μέσα μας. «Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος», φώναξε. Και συνεχίζει ο Λέβη. «Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα απ' αυτό το ελεηνό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γρύζοι, με σκυμμένο κεφάλι. Τώρα πια οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Δεν απέμεινε κανείς γενναίως ανάμεσά μας. Ο τελευταίος κρέμεται πάνω απ' τα κεφάλια μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρουν υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει». Στο βιβλίο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Λέβης διηγείται έναν εφιάλτη που τον βασάνιζε τότε που ήταν κρατούμενος στο Άουσβιτς. Ονειρευόταν ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι του και ότι αφηγείται στους δικούς του όσα είδε και όσα έζησε. Συνειδητοποιεί όμως ότι ενώ σ' αυτός μιλάει αυτοί δεν τον προσέχουν, ότι δεν τον ακούνε, ότι είναι τελείως αδιάφοροι, σαν να μην τον πιστεύουν. Μιλάνε μεταξύ τους για άλλα θέματα, κάποια στιγμή μάλιστα η αδερφή του σηκώνεται και φεύγει. Όσα αυτός τους αφηγούνταν έμοιαζαν στους άλλους με παραλήρημα. Τους φαίνονταν εξοπραγματικά και όχι αληθινά. Τον κυρίευε τότε μια απελπισμένη θλίψη. Όταν διηγήθηκε το όνειρό του στους συντρόφους του στο στρατόπεδο, του είπαν ότι το ίδιο όνειρο έβλεπαν κι αυτοί. Ήταν επομένως ο συλλογικός τους εφιάλτης, ότι αν κατόρθουν να επιστρέψουν και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, κανείς δεν θα τους πίστευε. Με την άρνηση του εκδοτικού οίκου Einaudi το 1946-1947 να εκδώσει εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ο εφιάλτης έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα για τον Λέβη. Ο Λέβη είχε επιστρέψει, είχε αφηγηθεί με θαυμαστό τρόπο και με απαράμιλη τέχνη τη συγκλονιστική εμπειρία του, γράφοντας ένα έργο που σήμερα το θεωρούμε αθάνατο και αριστουργηματικό και εκείνοι που το πήραν πρώτοι στα χέρια τους και το διάβασαν, το θεώρησαν ανάξιο δημοσίευσης και το απέληψαν. Το βιβλίο, όπως ξέρουμε, εκδόθηκε από ένα μικρό εκδοτικό οίκο το 1947-1947 στη Γένοβα και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Έγραψε, βέβαια, επενετικές κριτικές ο Καλβίνο, ο Τσεζαρικάζας, όσοι τα μάτια τα διαζητήκαν, αλλά γενικά δεν πόλησε ούτε τα δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα στα οποία τυπώθηκε. Μόνο μετά την εκδοσία του από το 99 ότι το 1958 άρχισε σταδιακά να κερδίζει τη φήμη που άξιζε. Τι είδους βιβλίο είναι όμως το εάν αυτό είναι ο άνθρωπος? Ο συγγραφέας του, από την πρώτη κιόλας σελίδα, δηλώνει ότι το βιβλίο του, εισαγωγικά, δεν γράφτηκε με σκοπό να διατυπώσει ένα νέο κατηγορητήριο, αλλά για να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Το βιβλίο είναι βέβαια, πρωτίστως, μια κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας. Αυτό που κυριαρχεί στην αφήγηση του Λέβη είναι η θέληση να κατανοήσει, να κατανοήσει και όχι να δικαιολογήσει. Δεν νιωθεί επομένως ούτε τη στάση του θύματος που με ψημιρεί και ελληνολογεί τη μοίρα του, ούτε εκείνη του αυστηρού και άκαμπτου δικαστή που κρίνει και καταδικάζει ή του οργισμένου εκδικητή που θέλει να ανταποδώσει το πλήγμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κατανοήσει τι έγινε, πώς έγινε δυνατό. Τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις να συνεργίσουν για την εξόντωση εκατομμυρίων αθώων θυμάτων. Και προσπαθεί να οδηγήσει και εμάς τους αναγνώστες του ως το χείλος εκείνης της αβύσσου, της οποίας κανείς ακόμα δεν έχει κατορθώσει να βυθομετρήσει τα βάθη, για να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε λίγο μέσα. Μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί παρά να είναι κυρίως μια μελέτη ανθρωπολογικού τύπου. Μπορεί όμως κανείς, παίρνοντας απόσταση από την ίδια την τρομερή δική του βιωματική εμπειρία, να μελετήσει και να αναλύσει νηφάλια, μάλιστα τις φρικαλεότητες που διαπράχτηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Επειδή το ερώτημα αυτό είχε τεθεί πολλές φορές στο Λέβι από τους συνομιλητές του και από τους αναγνώστες του, φρόντισε να το περιλάβει στο επίμετρο που έγραψε το 1976 για τη σχολική έκδοση του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Βάζει το ερώτημα. «Στο βιβλίο σας δεν εκφράζεται μίσος εναντίον των Γερμανών, ούτε μνησί κακία, ούτε επιθυμία εκδίκησης. Τους έχετε συγχωρήσει?» Η απάντηση που δίνει ο Λέβι είναι πολύ σαφής. «Δεν ανήκω στους ανθρώπους που κλείνουν προς το μίσος, γιατί το θεωρώ ένα αίσθημα πρωτόγονο που προσυδιάζει περισσότερο στα ζώα και στη συνέχεια προσθέτει. Πιστεύω στη λογική και στο διάλογο σαν κατεξοχή μέσα προόδου και γι' αυτό στο μίσος προτάσω τη δικαιοσύνη». Ο Λέβι διευκρινίζει στη συνέχεια ότι η νηφάλια γλώσσα της μαρτυρίας που η θελημένα επέλεξε, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί σαν γενική άθεση αμαρτιών. Όχι, λέει, δεν συγχώρεσα κανέναν από τους υπέτειους και ούτε έχω την πρόθεση ούτε τώρα ούτε στο μέλλον να συγχωρήσω. Στον Ολίζοντα του Λέβι δεν υπάρχει θεός και γι' αυτό η σκοπιά από την οποία ερευνά την εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων είναι κατά βάση ανθρωπολογική όπως είπα. Και μόνο για το γεγονός ότι το Άουσβιτς υπήρχε γράφει, κανείς δεν θα έπρεπε στην εποχή μας να αναφέρεται στη θεία πρόνοια. Καθώς δεν πιστεύει στον Θεό, ο Λέβι δεν προσφεύγει, όπως άλλοι επιζήσατες, σε κάποιου είδους θεολογία του κακού για να ερμηνεύσει τις φρικαλαιότητες των στρατοπέδων. Η ειδική του θεώρηση είναι πολιτική, ιστορική, ανθρωπολογική. Ορίζει το ναζιστικό στρατόπεδο ως μια πελόρια κοινωνική και βιολογική εμπειρία. Αυτό είναι σε εισαγωγικά. Δηλαδή ως ένα σκληρό και οριακό πείραμα, ένα πεδίο πειραματισμού, που δίνει τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε, ανοίγω πάλι εισαγωγικά, είναι φράση του Λέβι, τι είναι έμφυτο και τι επίκτητο στη συμποριφορά του ανθρώπου πειραματόζωου στον αγώνα για την επιβίωση. Τι είναι όμως για τον Λέβι η ανθρώπινη φύση? Το άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ούτε κακός, εγωιστής ή θηριώδης, ούτε καλός και αλτρουιστής. Το καλό και το κακό συνηπάρχουν μέσα του. Η ανθρώπινη συνθήκη όμως επηρεάζεται καθοριστικά από το κοινωνικό και πολιτισμικό οικοδόμημα, αλλά είναι αναπόφευτα ατελής. Επειδή δεν είναι θρησκευόμενος, δεν είναι άνθρωπος της πίστης, είναι αντίθετα άνθρωπος του λόγου, ο Λέβι και μάλιστα επιστήμονας, χημικός. Στο ερώτημα γιατί το κακό στον κόσμο, αναζητάει απαντήσεις προσωρινές έστω και τμηματικές, αλλά δεν θεωρεί επαρκής τις διάφορες ιστορικές ή κοινωνιολογικές ερμηνείες που προτείνονται. Ο άνθρωπος όμως της επιστήμης και του λόγου γνωρίζει πολύ καλά ότι ο λόγος έχει όρια, δεν εξηγεί τα πάντα. Στο Άουσβιτς άλλωστε συνειδητοποίησε πόσο ευάλωτο, πόσο εύθραυστο είναι το σύνολο που χωρίζει το λόγο από τη δρέλα, το καλό από το κακό. Ο διεστραμένος και φωνικός παραλογισμός του Άουσβιτς έκρυβε μέσα του μία αναμήλικτη εργαλειακή ορθολογικότητα που εκδηλωνόταν στην οργάνωση και διαχείριση του στρατοπέδου, στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από χημική διομηχανία συνθετικών πλαστικών, στην ιεραρχική διάρθρωση των σχέσεων μεταξύ των κρατουμένων και ούτω κατεξής. Στην ανθρώπινη ορθολογικότητα, μας λέει ο Λέβη, στον ίδιο τον πολιτισμό εν υπάρχει το σπέρμα που μπορεί να γεννήσει το αντίθετό τους και να προκαλέσει την αποχαλήνωση ανορθολογικών και καταστροφικών δυνάμεων. Η σκληρότητα και η επιθετικότητα απλώνουν ισχυρές βιολογικές ρίζες μέσα στα βάθη της ανθρώπινης φύσης, στον ανθρώπινο ζώο. Στο σπουδαίο έργο του, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, που εκδόθηκε ένα χρόνο πριν το θάνατό του, το 1986, ο Λέβη θα επιστρέψει στα μεγάλα αναπάτητα ερωτήματα που γεννάει η εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων. Στις σελίδες αυτού του θεμελιώδους βιβλίου, η προσωπική μαρτυρία συνδυάζεται τώρα με ένα βαθύ στοχασμό, με μια εξαιρετικά ευθύβολη και δυσδυτική κριτική ανάλυση, αλλά και με μια αυστηρή προειδοποίηση. Η τραγωδία που συντελέστηκε στο Άουσβιτς μπορεί να επαναληφθεί με άλλες μορφές στο μέλλον. Με τα λόγια του ίδιου του Λέβη, συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί. Δυό τελείες. Είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο Λέβη επεξεργάζεται εδώ την έννοια της «γκρίζας ζώνης», υπενθυμίζοντας ότι ανάμεσα στους ναζιστές εξουσιαστές, τους οποίους λίγο βλέπανε μέσα στο στρατόπεδο, και στους απλούς κρατούμενους, βρισκόταν μια μάζα ενδιάμεσον. Η μάζα των προνομιούχων κρατουμένων. Εκείνοι που κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα μικρό προνόμιο, αναγκαίο για την επιβίωσή τους, και έγιναν συνεργάτες και εκτελεστικά όργανα των κυριαρχών, ασκούσαν έπειτα, ανενδίαστα και ανελέητα συχνά, την εξουσία τους πάνω στους απλούς κρατουμένους. Η εικόνα αυτή διαψεύδει τη μανιχαϊκή τάση που διαιρεί το στρατόπεδο σε δύο μονάχα κατηγορίες, στους δήμιους και στα θύματα. Το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων είναι πιο περίπλοκο, και δεν μπορεί να παρασταθεί με το διαδικό σχήμα από εδώ οι καλοί και οι δίκαιοι, από εκεί οι κακοί και οι άδικοι. Με την είσοδό μας στο στρατόπεδο Σιμιώνιο Λέβη, ανοίγω εισαγωγικά, αισθανόμασταν γκρεμισμένοι σε έναν κόσμο πράγματι φοβερό, αλλά και ανερμήνευτο. Δεν συμφωνούσε με κανένα σχήμα. Ο εχθρός ήταν γύρω μας, αλλά και μέσα. Το εμείς έχανε τα όρια του. Οι αντίπαλοι δεν ήταν μόνο δύο. Το κεφάλαιο αυτό για την κρίζα ζώνη, που είναι το κέντρο του διβλίου του Λέβη, είναι μια συνοπτική πραγματεία ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, στην οποία αναλύεται η μικροφυσική της εξουσίας, που εδρυώθηκε πίσω από τα συρματοπλέγματα. Αναλύονται δηλαδή οι μηχανισμοί εξουσιασμού και καταπίεσης, που λειτούργησαν στο Πυραματικό Εργαστήριο Ομοκτήτων του Άουσβιτς. Οι συλλογισμοί όμως που διατυπώνει εδώ Λέβη, έχουν γενικότερη αξία, καθώς μπορούν να ερμηνεύσουν πολλές καταστάσεις και πραγματικότητες, στις οποίες διαμορφώνονται σχέσεις εξουσίας και εγκαθιδρύεται μια ορισμένη διαλεκτική, μεταξύ της κορυφής των ολιγάριθμων που διοικούν και της μαζικής βάσης που υπακούν. Ο Λέβη σημειώνει ότι η υβριδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών αποτελούσε το σκελετό του στρατοπέδου και ταυτόχρονα το πλέον ανησυχητικό του γνώρισμα. Και ορίζει την «γκρίζα ζώνη» ως μια πραγματικότητα με δυσδιάκριτο περίγραμμα, η οποία ταυτόχρονα χωρίζει και συνδέει τα δύο στρατόπεδα των εξουσιαστών και των σκλάβων. Αυτή η πραγματικότητα διαθέτει απίστευτα πολύπλοκη εσωτερική δομή και κλείνει μέσα της, λέει ο Λέβη, όσα αρκούν για να συσκοτήσουν την ανάγκη μας για κρίση. Η έννοια της «γκρίζα ζώνη» ισιοθετείται από τον Λέβη ως χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση των μηχανισμών εξουσίας και καταπίεσης στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων. Γράφει χαρακτηριστικά «Η άνοδος των προνομιούχων, όχι μόνο στο λάγγερ αλλά και σε κάθε ανθρώπινη συμβίωση, είναι φαινόμενο ανησυχητικό αλλά αδιάλειπτο. Οι προνομιούχοι είναι ανήπαρτοι μόνο στις ουτοπίες. Είναι καθήκον των δίκαιων να πολεμούν κάθε καταχρηστικό προνόμιο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν ατέρμονα πόλεμο», κλίνοντα εισαγωγικά. Η ρίζα αυτού του φαινομένου πρέπει να αναστηθεί στην εξουσία που μια περιορισμένη ομάδα ή ένα άτομο ασκεί πάνω σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Λέβη υπογραμμίζει κυρίως δύο στοιχεία. Όσο πιο κλειστή είναι η σφαίρα της εξουσίας, τόσο περισσότερο χρειάζεται εξωτερικούς συνεργάτες και όσο πιο σκληρή είναι η καταπίεση, τόσο περισσότερο αυξάνεται μεταξύ τον καταπιεσμένο διαθεσιμότητα για συνεργασία με την εξουσία. Ο Λέβη εξετάζει μια σειρά μορφών που συναντάμε στην κρίζα ζώνη από τους κάπους, τους γραφείς, τους διερμηνείς, τους νυχτοφύλακες κλπ. Οι δύο περιπτώσεις στις οποίες στέκεται περισσότερο είναι εκείνες τον Zonderkommando, δηλαδή των κρατουμένων στις οποίους είχε ανατεθεί η διαχείριση των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων και του Haim Rumkowski, του Προέδρου του Ghetto Toulon στην Πολωνία, στον οποίο αφιερώνει και ένα από τα αφηγήματα στο Λίλυφ, ο οποίος συμπεριφορώταν σαν μικρός δικτάτορας Εβραίος, δουλικός προς τους Ναζιστές ανωτέρος του και τυραννικός έναντι των Εβραίων υπηκόων του. Το συμπέρασμα του Λέβη είναι πολύ ανησυχητικό. Ισαγωγικά, ο Rumkowski είναι ο καθρέφτης όλων μας. Όπως τον Rumkowski, μας θαμπώνουν συνεχίζει ο Λέβη και μας το γόητρο και η εξουσία τόσο, ώστε ξεχνάμε πως είμαστε εύθραυστοι. Με την εξουσία συμβιβαζόμαστε, πρόθυμα ή όχι, ξεχνώντας ότι στον κέτο βρισκόμαστε όλοι, ότι το κέτο είναι περιφραγμένο και έξω από το συρματόπλεγμα στέκονται οι άρχοντες του θανάτου και πολύ κοντά περιμένει το τρένο. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Ο Λέβη διατυπώνει μια νηθική κρίση για τις αιτίες της καταπίεσης και τις ευθύνες των προσώπων που στελεχώνουν την κρίζα ζώνη. Πρέπει να γίνει σαφές, λέει, ότι η μέγιστη ενοχή βαρύνει το σύστημα, την ίδια τη δομή του ολοκληρωτικού κράτους. Η συμβολή στην ενοχή αυτών των συνεργατών, σημαντικών ή ασήμαντων, είναι πάντοτε δύσκολο να εκτιμηθεί. Μιλώντας ειδικότερα για το ζώντερο κομμάτι, λέει το εκπληκτικό, ζητώ να συλλογιστούμε την ιστορία των κουρακιών του κρεματορίου με ευσπλαγνία και αυστηρότητα, αλλά η κρίση για αυτούς να ανασταλεί. Δεν μπορούμε να τους κλείσουμε ακόμα. Προσπαθώντας να εξηγήσει το κακό, ένα κακό στη διάπραξη του οποίου συνέργησαν εκατομμύρια άνθρωποι, ο Λέβη υιοθετεί μια θέση παρόμοια με εκείνη της Hannah Arendt, περί κοινοτοπίας του κακού. Αυτό γίνεται φανερό ήδη στις σελίδες του πρώτου του βιβλίου. Στο επίμετρο που έγραψε το 1976, ο Λέβη μιλάει για τους δήμιους του Άσβητς και τους περιγράφει ως πρόθυμους εκτελεστές απάνθρωπον διαταγών, που συνεχίζει. Δεν ήταν γεννημένοι δήμοι, δεν ήταν εκτός από λίγες εξαιρέσεις τεράτα, ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Και προσθέτει, τεράτα υπάρχουν, αλλά είναι πολύ λίγα για να βλάψουν πραγματικά. Πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι αξιωματικοί, πρόθυμοι να πιστέψουν και να υπακούσουν χωρίς συζήτηση, όπως ο Άιγμαν. Και δέκα χρόνια μετά, αυτό θα γράφει το 1986, στο αυτοί που βούλιαξαν, ο Λέβη επανέρχεται στο ίδιο θέμα, προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα των νεότερων, ποιοι ήταν, από ποια στόφα ήταν φτιαγμένοι οι δήμιοι σας. Κατά τη γνώμη του, ο όρος αυτός δήμιοι είναι ακατάλληλος, γιατί εντός αγωγικών, Λέβη μιλάει, φέρνει στη σκέψη άτομα διεστραμμένα, εκγενετής άρρωστα, σαδιστές, πάσχοντες από προγενές ελάττωμα. Αντίθετα, ήταν φτιαγμένοι από τη δική μας στόφα. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, μέτριας εφηείας, συνήθως μοχθηρίας. Εκτός εξαιρέσεων δεν ήταν τέρατα. Είχαν την ίδια μορφή με εμάς, αλλά είχαν διαπαιδαγωγηθεί άσχημα. Κλείνουν τα εισαγωγικά. Αυτοί οι συνηθισμένοι άνθρωποι διέπραξαν απάνθρωπα εγκλήματα. Από τον συλλογισμό του Λέβη, θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε ότι και εμείς, αν είχαμε διαπαιδαγωγηθεί άσχημα και αν ήμασταν στη θέση τους, δηλαδή αν ζούσαμε σε ολοκληρωτικό καθεστώς, πιθανόν να είχαμε καταλήξει σαν κι αυτούς. Ο Λέβη πάντως διευκρινίζει, το ότι οι Δήμοι ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς, δεν επιτρέπει διόλου να τους ταυτίζουμε με τα θύματα, να σβήνουμε την ενοχή των πρώτων και να λυσμονούμε τα μαρτυρικά βάσανα των τελευταίων, γιατί έτσι αρνούμαστε την ανάγκη για δικαιοσύνη. Όταν ο Λέβη πέθανε, ο Κλάοδιο Μάγκρυς έγραψε ένα άρθρο στην Κοριέρε που άρχιζε με τη φράση «Πέθανε ένας συγγραφέας τα έργα του οποίου θα τα βρούμε μπροστά μας κατά την ημέρα της κρίσεως». Και ο Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ έκανε μια δήλωση τις μέρες εκείνες, τον Απρίλιο δηλαδή του 1987, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε, διαβάζω και τελειώνω, με την ηθική κράση και τη διανοητική ισορροπία ενός «Τιτάνα» του 20ου αιώνα, αυτός ο χημικός με τα λεπτά χαρακτηριστικά, όμορφος, ταπεινός, εργάστηκε με τρόπο συστηματικό για να θυμίσει τη γερμανική επίγεια κόλαση, για να την αστοχάζεται διαρκώς. Και να την καταστήσει κατανοητή με μια διαυγή και λυτή πρόζα. Ήταν αυτός ο ίδιος, ένας άνθρωπος μαγικά αξιαγάπητος, ο πιο λεπτός και πιστικός αγινευτής που έχω γνωρίσει. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε πολύ τον Θανάση Γιαλκέτζη. Σας προειδητοποιώ ότι αναγκαστικά ένα κομμάτι από αυτά που είπε, θα το ξανακούσετε λίγο, αν και θα κοιτάξω να το μιλώντας, να το συμπυκνώσω. Η απελευθέρωση του Άουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό, 27 Ιανουαρίου 1945, βρίσκει τον Πρυμολέβη στο στρατόπεδο. Οι Ναζί τον έχουν αφήσει εκεί να πεθάνει μαζί με χιλιάδες άλλους αρρώστος. Ένας άλλος Ιταλός εκεί είναι ο γιατρός Λεονάρδο Δεν Πενεντέτη, ο οποίος θα θέσει αμέσως τον εαυτό του στην υπηρεσία του Ρώσου, διοικητή του στρατοπέδου. Θα προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του με βοηθό τον Πρυμολέβη στο Κατόβιτσε της Πολωνίας, πιο συγκεκριμένα στο νοσηλευτήριο του Μπουγκούσιτσε. Εκεί, στο Κατόβιτσε, ο Ρώσος διοικητής στρατοπέδου συγκέντρωσης, για Ιταλούς κρατουμένους, θα ζητήσει από τον Δεν Πενεντέτη και τον βοηθό του τον Λέβη να του υποβάλουν μία έκθεση για τις συνθήκες υγιεινής στο ΑΟΣΤΡΙΑ, στο Μούνοβιτς, όπου ήταν κρατούμενοι και οι δυο τους, προκειμένου να την υποβάλει στη σοβιατική κυβέρνηση. Σας θυμίζω ότι ο Δεν Πενεντέτη και ο Λέβη μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς με το ίδιο τρένο, στις 22 Φεβρουαρίου 1944, ήταν μαζί στο Μούνοβιτς και γύρισαν μαζί στο Τορίνο στις 19 Οκτωβρίου 1945. Οι δυο Ιταλοί θα συντάξουν την έκθεση και προφανώς θα την παραδώσουν. Η έκθεση αυτή θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά στο εβδομαδιαίο ιατρικό, ήταν για ευρύτερο κοινό, δηλαδή ήταν αυστηρά επιστημανικό, περιοδικό του Τορίνου, το Minerva Medica, στις 24 Νοεμβρίου 1946. Το περιοδικό αυτό, αν θέλετε έτσι, είναι το ανάλογο του αγγλικού Lancet. Στο κείμενο αυτό διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, και τα εξής για τον Sonderkommando. Ισαγωγικά, είχαν πάνω τους κάτι εντελώς άγριο, ήταν πράγματι σαν άγρια θηρία. Είχαν επιλεγή ανάμεσα από τους χειρότερους εγκληματίες, καταδικασμένους για πράξεις βαριάς βίας. Αναφέρω εδώ την υπηρεσιακή έκθεση των δύο γιατρών για δύο λόγους. Πρώτον, ο Primo Levi γράφει το πρώτο του κείμενο για το Auschwitz πριν γυρίσει στην Ιταλία, όσο βρίσκεται ακόμη στην Πολωνία. Δεύτερον, έχει περάσει 11 μήνες το Auschwitz και αυτός ο παρατηρητικός άνθρωπος δεν έχει αντιληφθεί ότι η Sonderkommando ήταν Εβραία. Αργότερα θα γράψει ότι η σύλληψη της ιδέας των ειδικών ομάδων, το Sonderkommando δηλαδή, υπήρξε το δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικού σοσιαλισμού και θα μένει πάντα κατάπλεκτος απέαντη σε αυτό τον παροξισμό μοχθηρίας και μίσους. Ισαγωγικά, έπρεπε να είναι Εβραίοι αυτοί που θα οδηγούσαν στους φούρνους τους Εβραίους, έπρεπε να αποδείξουν οι Ναζί ότι οι Εβραίοι, οι πάνθρωποι, κατώτεροι φυλοί, λυγίζουν σε κάθε ταπείνωση μέχρι του σημείου να εξοντώνουνε αυτούς κλειοντές χωρίς. Αν ο Πρυμολεύη γράφει το πρώτο κειμενό του για το Lager πριν επιστρέψει ακόμα στο Τωρίνο, το τελευταίο το γράφει ένα χρόνο πριν αυτοκτονήσει. Είναι το πολύ σπουδαίο, όπως ακούσατε ήδη, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν το 1986 και κυρίως γι' αυτό το βιβλίο θα μιλήσω εγώ. Και μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του ασχολείται με αυτό το θέμα, όπως μαρτυρεί και το βιβλίο του με τη συζήτηση με τον συγγραφέ Φερντινάντο Καμμών, που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, γιατί είχε ενόνταξη πεθάνει, και εκεί μιλάει πάλι για το ίδιο θέμα. Ο Λέβη έγινε συγγραφέας από το Auschwitz. Αυτή η εμπειρία τον έκανε συγγραφέα. Έγινε συγγραφέας για να καταλάβει τι ήταν αυτό που έγινε στο Lager. Να το κατανοήσει, να μας το εξηγήσει και να μας προειδοποιήσει. Αυτό έγινε ο σκοπός της ζωής του. Όταν μεταφράζεται το 1 αυτό είναι ένα άνθρωπο στα γερμανικά, υπάρχει ένα γράμμα του Λέβη προς το Γερμανό εδώ το 1960, που του λέει ότι εγώ δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένα σκοπός για τη ζωή του καθενός. Εάν ωστόσο υπάρχει κάτι τέτοιο, εμένα ο δικός μου σκοπός είναι αυτός. Να καταλάβω τι έγινε, να το εξηγήσω και να προειδοποιήσω. Πραγματικά είναι ο σκοπός της ζωής του. Θα απαντήσει σε κατοντάδες επιστολές αναγνωστών, θα πάει σε κατοντάδες σχολεία, ακόμα και σε δημοτικά, για να μιλήσει στους μικρούς μαθητές για αυτό που έγινε εκεί. Ο Λέβη ανήκει στους πρώτους που μιλάνε για το Άουσβιτς. Αυτοί οι πρώτοι είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσωπική εμπειρία. Ο Λέβη, όμως, το έργο του δεν κατασέτει τις αναμνήσεις του απλώς. Ξέρει καλά και το λέει ρητά ότι η μνήμη, όσο αξιοθάυμαστη είναι, δεν πάει να είναι και απατηλή. Γι' αυτό δεν την εμπιστεύεται απολύτως. Ερευνά, εξετάζει, διασταυρώνει, μελετάει. Αν ανέφερα προηγουμένως στην εσφαλμένη αντυπωσία του και του Ζόντερ Κομάντο, είναι για να δείξω ότι τη διορθώνει μέσα από τη μελέτη του φαινομένου, μέσα από συζητήσεις με άλλους κρατουμένους, μέσα από διαβάσματα, γιατί αν εμπιστευόταν τη μνήμη του, η εντύπωση αυτή, η αρχική, θα είναι αδειόρθωτη. Ο Λέβη μίλησε για τους θύτες, για τα θύματα, για τους συνένωχους παρατηρητές, προσπαθώντας, όπως είπε και ο Θανάσης Βιαλκέτσις, και όπως ξέρει, όποιος έχει με στοιχειό διεπαφή με το έργο του, να κατανοήσει, να καταλάβει. Σήμερα θα σας μιλήσω για τα θύματα που σώθηκαν, για αυτούς που σώθηκαν, αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν. Θα μιλήσω λοιπόν για αυτούς που σώθηκαν, για τους Εβραίους που σώθηκαν, για αυτή δηλαδή την ελάχιστη εξαίρεση. Και για το πώς έζησαν τη ζωή τους, από εκεί και πέρα, αυτοί που σώθηκαν. Πρώτον, ξεκινώ από τη θεμελιώδη και σκληρή παρατήρηση του Λέβη, ότι δεν σώθηκαν κατά κανόνα οι καλύτεροι. Σώθηκαν όσοι είχαν τύχη και όσοι εξ αρχής είχαν καλή υγεία. Σώθηκαν κυρίως οι προνομιούχοι, γιατί ακόμα και στην κόλαση υπάρχουν προνομιούχοι. Οι προνομιούχοι κρατούμενοι αποτελούσαν τη μειονότητα του πληθυσμού του λάγκερ, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύουν την ισχυρή πλειονότητα μεταξύ των επιζώντων. Και γράφει ο Λέβη. Πράγματι, ακόμα και αν δεν υπολογίσουμε την κούραση, τα χτυπήματα, το κρύο, τις ασθένειες, πρέπει να θυμηθούμε ότι η μερή δατροφή ήταν απολύτως ανεπαρκής, ακόμα και για τον πιο λιτωδίαιτο κρατούμενο. Έχοντας αναλώσει σε δυο ή τρεις μέρες τα φυσιολογικά αποθέματα του οργανισμού, ο θάνατος από πίνα ή από ασθένειες που προκαλεί ο υποσυντισμός, ήταν η φυσιολογική μοίρα του. Θα μπορούσε να σωθεί μόνο με μια πρόσθετη τροφή και για να την αποκτήσει χρειαζόταν κάποιο προνόμιο, μηδαμινό ή σπουδαίο. Με άλλα λόγια, ένα μέσο χαρισμένο ή κερδισμένο, πανούργο ή βίαιο, νόμιμο ή παράνομο, για να υψωθεί πάνω από τον κανόνα κλίνοντας αγορικά. Για την απόκτηση αυτού του προνομίου, οι πιο αθώοι, οι πιο απονείρευτοι, ήταν ανίκανοι. Σώθηκαν οι πιο τυχεροί, οι πιο καπάτσι και κάτι περισσότερο, τολμαέν να λέει ο Λέβη. Επιζούσαν, ισαγωγικά, επιζούσαν κυρίως οι χειρότεροι, οι εγωιστές, οι βίαιοι, οι ανέσθητοι, οι συνεργάτες της γκρίζα ζώνης, οι καταδότες. Δεν ήταν ένα συγκεκριμένος κανόνας. Δεν ορίζουν ούτε τα πράγματα των ανθρώπων συγκεκριμένοι κανόνες. Ωστόσο, ήταν ένας κανόνας. Εστανόμουν αθώος. Είχα παρισφρήσει μεταξύ των επιζώντων και γι' αυτό αναζητούσα διαρκώς μια δικαιολογία ενώπιον του εαυτού μου και ενώπιον των άλλων μου. Επιζούσαν οι χειρότεροι, δηλαδή αυτοί που προσαρμόζονταν. Οι καλύτεροι χάθηκαν όλοι. Όλα αυτά δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι οι συνήθεις κούφιες ταπεινολογίες. Είναι η αλήθεια της εμπειρίας του. Όσα είχα δει και ζήσει έδειχναν ότι δεν σώθηκαν οι καλύτεροι. Αυτό το γεγονός έχει επιπτώσεις πάνω στην ίδια τη μαρτυρία. Ποιος μαρτυρεί για το Άωσβιτς? Μια απειροηλάχιστη εξαίρεση. Οι επιζώντες, δηλαδή αυτοί που δεν άντικσαν τον πάτο. Ισαγωγικά, το επαναλαμβάνω, εμείς οι επιζώντες δεν είμαστε οι αυθεντικοί μάρτυρες. Είναι μια ενοχλητική γνώση, την οποία συνειδητοποίησα σιγά-σιγά διαβάζοντας τα απομνημονεύματα των άλλων και ξαναδιαβάζοντας τα δικά μου με απόσταση χρόνων. Εμείς οι επιζώντες είμαστε μια ελάχιστη αλλά και αφυσική μειονότητα. Είμαστε αυτοί οι οποίοι από παράβαση ή επιδεξιότητα ή τύχη δεν έφτασαν στον πάτο. Επειδή αυτός που άντικσε τον πάτο, αυτός που αντίκρισε τιμέδουσα δεν επέστρεψε για να διηγηθεί. Ή επέστρεψε άφωνος. Αλλά είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι, με την έννοια που εξήγησε και ο Θανάσης, αυτοί που βούλιαξαν οι αυθεντικοί μάρτυρες, η μαρτυρία των οποίων θα είχε γενική αξία. Αυτοί είναι ο κανόνας, εμείς η εξαίρεση, κλείνοντας αγωγικά. Το ότι οι μάρτυρες είναι μια αφύσικη εξαίρεση κάνει ώστε η μαρτυρία τους να έχει σχετική αξία. Είναι αφύσικη εξαίρεση γιατί το φυσικό στο όρος είναι να μη ζει κανείς, να πεθαίνουν. Αυτοί που μίλησαν δεν τα έζησαν όλα και κυρίως δεν έζησαν το χειρότερο. Μίλησε κανείς για τα ελάχιστα λεπτά μέσω τα λάμους αερίων. Οι μάρτυρες μιλούν για λογαριασμό τρίτων, για πράγματα, εισαγωγικά, που είδαμε εκτός Σύνεγγκης αλλά δεν τα ζήσαμε. Την πλήρια εκμηδέννηση, το τετελεσμένο έργο, κανείς δεν το διηγήθηκε με τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν επέστρεψε για να διηγηθεί το θάνατό του. Αυτό θα μου πείτε ισχύει πάντα για τους μάρτυρες. Μαρτυρούν όσοι γλίτωσαν πάντα. Στο outreach, όμως, αυτός ο κανόνας αποτάξει χωριστή σημασία, γιατί το φυσικό ήταν να μη γλιτώσει κανένας. Αυτός ήταν ο σχεδιασμός. Το γεγονός αυτό ότι χάθηκαν οι καλύτεροι, ότι αυτοί που έζησαν δεν μπορούν να μιλήσουν για το φρικτότερο, για την εκμηδέννηση την πλήρη, είναι κάτι το οποίο σημαδεύει για πάντα τη ζωή του επιζήσαντος. Στο τέλος του κεφαλαίου ο Λέβι θα ξαναγράψει, εισαγωγικά. Αλλά όπως είπα προηγουμένως, ο κασένας από εμάς που επιστρέψαμε είναι από πολλές απόψεις μια εξαίρεση. Γεγονός που εμείς οι ίδιοι για να εξορκήσουμε το παρελθόν, τύνουμε να το ξεχνάμε. Κλείνεται εισαγωγικά. Δεύτερον, όσοι οι Εβραίοι σώθηκαν με την απελευθέρωσή των τοπέδων δεν ήταν χαρούμενοι. Δεν έζησαν τη χαρά της απελευθέρωσης. Γράφει ο Λέβι εισαγωγικά, για τους περισσότερους από εμάς η στιγμή της απελευθέρωσης δεν υπήρξε ούτε χαρούμενη ούτε ξεγνέστη. Σε μια τραγική σκηνή ερήμωσης, σφαγής και οδύνης. Εκείνη τη στιγμή κατά την οποία αισθανόμασταν ότι γινόμαστε ξανά άνθρωποι, δηλαδή υπεύθυνοι, επέστρεφαν τα ανθρώπινα άλγη. Το άλγος της οικογένειάς μας που είχε διασκορπιστεί ή χαθεί, της καθολικής δυστυχίας γύρω μας. Της εξάντλησης μας που έμοιαζε αθεράπευτη, αμετάκλητη. Τη ζωή σου που έπρεπε να ξαναρχίσουμε από τα ερήπια συχνά αβοήθητη. Και χρησιμοποιώντας ένα στίχο του Λεοπάρντη λέει ότι για αυτούς, ενώ συνήθως λέει ο στίχος ότι η χαρά είναι η κόρη της οδύνης, για μας λέει η οδύνη ήταν η κόρη της οδύνης. Οι άλλοι που απελευθερώνονται, δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι αγωνιστές, οι στρατιωτικοί, μπορούσαν να είναι και ήταν όντως χαρούμενοι. Εσθάνονταν ότι ο αγώνας τους δικαιωνόταν και είχαν σχέδια για το μέλλον. Ο πολύ προσεχτικός Λέβη συμπληρώνει πως υπήρχαν και άλλες κατηγορίες που χαίρονταν, ανάμεσά τους και εβραίοι, είτε διότι υπέφεραν για μικρό διάστημα, είχαν λίγο καιρό δηλαδή στο Άουσβιτς, είτε επειδή η συμφορά δεν είχε χτυπήσει τους δικούς τους. Και η δυσδυτικότητα της νοατιάς του θάνει ένα σημείο παραπέρα και λέει και το εξής. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία που χαίρονταν. Αυτοί που έγραψαν και μίλησαν για την απελευθέρωση προσχωρώντας σε μια κοινή συμβατική ιδέα. Ποια ιδέα, ότι απελευθέρωση σημαίνει χαρά. Αφού λοιπόν απελευθερωθήκαμε πρέπει και εγώ να λέω και να αισθάνομαι χαρούμενος. Αυτή πάντως η έλλειψη χαράς της στιγμής της απελευθέρωσης θα συνοδεύει όλους τους επιζήσαντες σε όλη τη ζωή τους. Τρίτο σημείο. Και εδώ θεωρώ ότι είναι μια από τις πιο κέριες, κρίσιμες διαπιστώσεις του Πρυμολεύου. Οι επιζώντες, τα αθώα θύματα νιώθουν τροπή, τροπή όλη τη ζωή. Νιώθουν τροπή τα θύματα για το κακό που έκαναν άλλοι, για το κακό που τους έκαναν. Νιώθει τροπή ο δίκαιος για την αδικία που διέκπραξε κάποιος άλλος. Ο Λέβη γράφει ότι αυτή την τροπή δεν την νιώθει ο ίδιος προσωπικά. Έχει διαπιστώσει ότι είναι γενική. Και λέει μάλιστα το εξής, εισαγωγικά, υπάρχει και σήμερα σε μας τους επιζώντες, υπάρχει και σήμερα απ' τη βαριά συνεχής. Από την ψυχολογία γνωρίζουμε ότι το θύμα πολλές φορές αισθάνεται τροπή για αυτό που υπέστη. Ένας άνθρωπος που υπέστη βιασμό, άντρας ή γυναίκα, αισθάνεται τροπή για το κακό που του έγινε και γι' αυτό πολλές φορές το κρατάει αμίλητο. Όμως ξέρουμε, απ' την άλλη, ότι όσοι κλείστηκαν στρατόπεδας, φυλακίστηκαν για τις πολιτικές ιδέες τους, για τους πολιτικούς αγώνες τους, για αυτό το κακό που υπέστησαν, να περάσουν χρόνια και χρόνια σφυλακές και στις εξωρίες, δεν νιώθαν ποτέ τροπή. Περ' αντίεση, νιώθαν περηφάνεια. Ήταν το παράσιμό τους αυτό. Εδώ βλέπουμε για τους επιζώντες του arts να νιώθουν τροπή. Άρα είναι κάτι το οποίο πρέπει να το καταλάβουμε. Πρέπει να το καταλάβουμε κι εμείς. Εισαγωγικά, αισθάνεσαι τροπή γιατί επέζησες στη θέση κάποιου άλλου, και ιδιαίτερα ενός ανθρώπου πιο γενεόδορο, πιο ευαίσθητο, πιο χρήσιμο, πιο άξιου να ζει από σένα, δεν μπορείς να το αποκλείσεις. Διερευνάς τον εαυτό σου και δεν βρίσκεις να έχεις κάνει κάποιο κακό σε συγκρατούμενό σου, αλλά ωστόσο δεν μπορείς να το αποκλείσεις. Εισαγωγικά, είναι μόνο μια υπόθεση, μάλλον η σκιά μιας υποψίας, ότι ο καθένας είναι ο κάηνος του αδελφού του. Ο καθένας από εμάς, αυτή τη φορά το εμείς είναι ευρύτερο, μάλλον καθολικό, παραγκώνησε τον πλησίον του και ζει στη θέση του. Είναι μια οικασία, αλλά μας βασανίζει. Έχει ισχωρήσει βαθιά, όπως το σαράκι και αθέατο, ξύνει και κατατρώει. Κλείνει το εισαγωγικά. Θα προχωρήσει πάρα πέρα την ανάλυσή του. Η τροπή γεννιέται, λέει, επειδή μόλις απελευθερώνονται, αποκτουν ξανά συνείδηση πόσο είχαν ταπεινωθεί, ότι είχαν περιέλθει στην κατάσταση του ζώου, ότι είχε αλλάξει ο ηθικός κωδικάς τους, ότι είχαν κάνει πράγματα που αποδοκίμαζαν, είχαν κλέψει για παράδειγμα, ότι είχαν ξεχάσει τη χώρα τους, το παρελθόν τους, τον πολιτισμό τους, ότι ζούσαν την παρούσα στιγμή όπως τα ζώα, ότι είχαν αφομοιώσει πλήρως τον κανόνα του τόπου, του αόσου, δηλαδή, που ήταν να νοιάζεσαι πρώτα απ' όλα για τον εαυτό σου. Η τροπή αυτή συνορεύει με την ενοχή. Ενοχή γιατί όταν όλα τέλειωσαν, γραφειολεύει, επέστρεψε η συνείδηση, ότι δεν είχαμε πράξει τίποτα ή όχι αρκετά ενάντια στο σύστημα στο οποίο είχαμε βεθυστεί. Και κυρίως, νομίζω ότι εδώ είναι το κλειδί της απάντησης, επιστρέφει η ενοχή για την παράλειψη βοήθειας. Σε ένα περιβάλλον που η παράκληση αλληλεγγύης ενός απλού λόγου, μιας κουβέντας, λίγης προσοχής, ήταν διαρκής και αδιάλειπτη και σπάνια έβρισκε ανταπόκριση. Νιώθουν τροπή δηλαδή γιατί δεν έδειξαν ένα βλέμμα. Λίγα ήταν αυτά για τα οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να νιώθουν τροπή, αλλά ο Λέβι μας λέει ότι η τροπή επέμενε, ήταν εκεί ανεξάλλειπτη. Γιατί ακριβώς τους είχανε κάνει να ζούν σαν ζώα. Ακριβώς αυτό που σας είπα, δεν κοίταξαν τον άλλον που τους απίθυνα να βλέμει απαρακλητικό. Τέταρτο σημείο. Πώς κρίνει ένας επιζών τους ανθρώπους το Άσβητς. Το Άσβητς έχει θύτες και θύματα. Από τη μία η Ναζή και από την άλλη όλα τα θύματα και πρώτα από όλους οι Εβραίοι. Ο Λέβι δεν θέλει να γίνει δικαστής, θέλει να μαρτυρήσει και θέλει να καταλάβει. Ενδιαφέρεται να κρίνει, αλλά θέλει να καταλάβει για να κρίνει. Και τονίζει με έμφαση ότι αυτή η διάκριση θύτη και θύματος, πρέπει να διατηρείται πάντα με μεγάλη επιμονή. Γιατί αν δεν διατηρείται η διάκριση θύτη και θύματος, τότε δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο δικαιοσύνης και εν συνεχεία δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης. Θύτες είναι η Ναζή. Και ο Λέβι γράφει ρητά ξεκάθαρα, δεν προτίθεμαι να συγχωρήσω. Ποτέ δεν συγχώρησα κανέναν από τους εχθρούς μας του παρελθόντος. Αξιώνω δικαιοσύνη. Αλλά έννοχοι είναι και όλοι συνολικά οι Γερμανοί. Έχω λίγο χρόνο, γι' αυτό θα σας διαβάσω ένα κομμάτι από… Ακούστε, εγώ ο ίδιος, λέει ο Λέβι, ανακάλυψα στο Κατώβιτσε, εκεί που σας είπα ότι πήγε, μετά την απελευθέρωση, αμέτρητα πακέτα εντύπων, όπου δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο δικαιοσύνης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο συγχώρησης, με τα οποία εγκρινόταν οι αρχηγοί γερμανικών οικογενειών με τα οποία εγκρινόταν οι αρχηγοί γερμανικών οικογενειών να πάρουν δωρεάν ρούχα και παπούτσια για ενήλικους και για παιδιά, να πάρουν δωρεάν ρούχα και παπούτσια για ενήλικους και για παιδιά, υπογραμμίζω, λέει, και για παιδιά, από τις αποθήκες του Άζουιτς. Κανείς δεν αναρωτιόταν από πού έρχονταν τόσα παιδικά παπούτσια. Κανείς δεν αναρωτιόταν από πού έρχονταν τόσα παιδικά παπούτσια. Είναι απόλυτος και έχει δίκιο. Το επαναλαμβάνω, ισαγωγικά, το πραγματικό έγκλημα, συλλογικό, καθολικό σχεδόν όλων των Γερμανών της εποχής εκείνης, υπήρξε ότι δεν βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν. Ό,τι κι αν σκεφτούμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, η διάκριση θύτης και θύμα πρέπει να παραμένει. Όμως, όπως υπάρχει κλιμάκωση στους θύτες, έτσι υπάρχει και κλιμάκωση στα θύματα. Μια από τις πιο σημαντικές συμβολές του Λέβη στην μελέτη του Ολοκαυτώματος και του Άζουιτς είναι αυτό που ονόμασε «γκρίζα ζώνη» για την οποία σας μίλησε ο Θανάσης Γιαλικέττης. Έδειξε, θα επαναλάβω κι εγώ λίγα, έδειξε ότι δεν υπήρχε σαφές σύνορες στο Λάγγερ ανάμεσα στο εμείς και στο αυτί. Το εμείς έχανε τα όριά του. Υπήρχε αυτή η βρυδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών. Παραλείπω μερικά. Πώς στέκεται απέναντι σε όλους αυτούς ο επειζής σας Λέβη? Πώς τους κρίνει αναδρομικά τώρα που ξέρει, ξέρει καλά? Στο δύσκολο αυτό ερώτημα φαίνεται όλη η ποιότητα της ηθικής σκέψης του πρίμου Λέβη. Πρώτη απάντηση. Δεν μπορούμε πάντα να αποκλείσουμε την ενοχή του ίδιου του αδικημένου που συχνά είναι αντικειμενικά σοβαροί. Αλλά δεν γνωρίζω ανθρώπινο δικαστήριο στο οποίο να ανατεθεί η κρίση. Δεν γνωρίζω ανθρώπινο δικαστήριο στο οποίο να ανατεθεί η κρίση, να κρίνουμε δηλαδή τους όντρα κομάντων. Μπορεί να μην υπάρχει δικαστήριο, αλλά υπάρχουν οι επιζώντες. Υπάρχει ο ίδιος ο Λέβη. Εκείνο που είναι βέβαιο ότι εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να κρίνουμε. Όσοι δεν ζήσαμε, όσοι δεν έζησαν την εμπειρία του Άουσβιτ, δεν έχουμε κανένα ηθικό δικαίωμα να κρίνουμε ανθρώπους σε αυτή την ακραία κατάσταση. Κανείς από εμάς. Πριν μπουν στο Άουσβιτ, οι Εβραίοι, μπορούμε να κρίνουμε και τη στάση τους και τα εβραϊκά συμβούλια, την πολιτική τους και λοιπά. Από τη στιγμή που μπαίνουν στο Άουσβιτ, εκεί αναστέλεται κάθε ηθική κρίση. Δεν έχουμε αυτό δικαίωμα. Ο ίδιος ο Λέβη που έχει ζήσει λέει το εξής. «Αν ήμουν υποχρεωμένος να κρίνω, θα αθώω να ελαφρά την καρδία όλους εκείνους των οποίων η συμμετοχή στην υπετιότητα υπήρξε ελάχιστη αλλά ο εξαναγκασμός μέγιστος». Εννοεί εν προκειμένου όλους τους χαμηλόβαθμους λειτουργούς, τους λαντζέρδες, τους νυχτοφύλακες, τους επιφορτισμένους με το στρώσιμο των κρεβατιών. Γιατί μέσα στην παράνοια, στην κόλαση του Άουρτς, οι Ναζοί είχαν μια εμμονή με τα καλωστρωμένα κρεβάτια, όπως ο στρατό. Το κρεβάτι πρέπει να είναι άψογα στρωμένο και έτσι υπήρχε άνθρωπος επιφορτισμένος με αυτή την ευθύνη να βλέπει ότι τα κρεβάτια, οι κουκέτες αυτές, ήταν στρωμένες καλά. Ναι, θα αθώωνε όλους αυτούς τους φτωχοδιάβολους. Τι θα γίνει όμως με τους Κάπο ή τους Ζόντερ Κομάντο. Αφού περιγράψει με ακρίβεια τη συμπεριφορά τους και τα κινητρά τους, καταλήγει πάλι. Κανείς δεν είναι εξοδιοτημένος να τους κρίνει. Και προσθέτει, ούτε αυτός που γνώρισε την εμπειρία του Λάγγερ, πολύ λιγότερο αυτός που δεν την γνώρισε. Θα διαβάσω πάλι αυτό που διάβασε και ο Θανάσης. Ζητώ να συλλογιστούμε την ιστορία των κορακιών του κρεματορίου με ευσπλαχνία και αυστηρότητα. Αλλά η κρίση για αυτούς πρέπει να ανασταλεί. Για να τηρηθεί όμως η στάση της αναστολής της ηθικής κρίσης, ο Λέβης συστήνει, αναλέοντας εξαιρετικά την περίπτωση του Ρουμκόβσκη, ότι πρέπει διαρκώς να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα πώς θα συμπεριφερόταν ο καθένας από εμάς, εάν βρισκόταν εκτεθειμένος στην ανάγκη και ταυτόχρονα στη σαγήνη της εξουσίας. Πέμπτο σημείο. Πώς συνέχισαν να ζουν τη ζωή τους οι επιζώντες μετά την Επελευθέρωση, χωρίς χαρά, με ντροπή, με όλα αυτά που είπαμε, αλλά μήπως κάποιοι έζησαν σαν να μην είχε μεσολαβήσει αυτή η ακραία εμπειρία, μήπως κάποιοι άρσα να διαφιλονικούν με τους συγγενείς τους για κληρονομικές υποθέσεις και όλοι σε άλλες τις μικρότες του καθημερινού βίου. Ο Λέβι δεν το θέλει το ζήτημα. Το θέλει τον άλλη Ευραία Συγγραφής. Και νομίζω ότι αυτό που θα ζητούσε από εμάς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να δείξουμε αυτή την κατανοητική ευσπλαχνία. Ξέρουμε γενικότερα ότι καμιά εμπειρία δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο. Αυτός που γλιτώνει από μια βαριά αρρώστια μετά από λίγες μέρες ξαναγίνει το ίδιος. Είναι πολύ κρίσιμο ζήτημα ηθικό, αλλά απέναντι στους ανθρώπους που επέζησαν από το Άσβητς, νομίζω ότι ο Λέβι θα ζητούσε αυτή την αναστολή της ηθικής κρίσης. Έκτο. Αυτό το λέω εντάχει. Οι επιζώντες σε πολύ μεγάλο βαθμό πήγαν να ζήσουν στο Ισραήλ. Το Ισραήλ είναι ένα κανονικό κράτος με αστυνομία, στρατό, εχθρούς, βία, πόλεμο κλπ. Οι επιζώντες το περιβάλλουν κατά κανόνα με θερμή αγάπη και υποστηρίξη. Η στάση του Λέβι και εν προκειμένου δεν ήταν η στάση της ανεφόρων υποστηρίξης του Ισραήλ. Ήταν μια κριτική στάση, μια ηθική στάση, που ήξερε κάθε φορά να κάνει κριτική στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ, υπερασπιζόμενος πάντα το δίκαιο των ασθενέστερων. Εύδομο και τελευταίο. Δεν θα μπορούσα να μη θέσω τελειώντας το ζήτημα της αυτοκτονίας του. Το έχει θέσει ο ίδιος εξηγώντας γιατί οι κρατούμενοι δεν αυτοκτονούσαν στο Αόσβιτς και το έχει θέσει επίσης και σχετικά με τον Ζαν Αμερί, τον φιλόσοφο της αυτοκτονίας, όπως τον αποκαλεί, και προσπαθεί να την εξηγήσει. Το δοκιμιό του ο Διανούμενος στο Αόσβιτς τελειώνει με τη φράση «Η σκοπή της ζωής είναι άριστη άμυνα εναντίον του θανάτου, όχι μόνο στο λάγγερ». Αυτοκτονία άραγε γιατί του έλειψε πια ο σκοπός της ζωής, γιατί αισθανόταν ότι δεν είχε τίποτα άλλο να πει. Προσωπικά πιστεύω ότι στο ερώτημα αυτό καλύτερα είναι να μην απαντήσουμε, να αφήσουμε το ερώτημα αναπάντητο. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τις συνθήκες ζωής του Λέβη τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Πάσει από κατάθλιψη. Η φαρμακευτική αγωγή που παίρνει δεν τον βοηθάει. Έχει κάνει δύο εγχειρήσεις με ολική ανεστησία. Έχει προβλήματα η μητέρα του και η περθερά του, τα οποία λόγω της κατάλωψης δεν μπορούν να τα σηκώσει και ούτω καθεξής. Θα αναφερθώ σε ένα κείμενό του που γράφει στη Λαστάμπα το δεκέμβριο του 1978 με τίτλο «Ζαν αμερή φιλόσφος και αυτόχερ». Και εκεί θα πει ότι είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ένας άνθρωπος σκοτώνει τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος ο αυτόχερ δεν γνωρίζει ακριβώς για ποιον λόγο το κάνει. Νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε σε αυτό. Κανείς δεν είναι κανός να εισέλθει στο άδειτο της αυτοκτονίας. Δεν έχει νόημα να κάνουμε υποθέσεις για την αυτοκτονία του πριν μολεύει ούτε να τη συνδέουμε με την εμπειρία του Άουσβιτς. Ας μείνει αναπάντητη. Τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε τη συνθήκη αυτών που βούλιαξαν και αυτούς που σώθηκαν, μας τις δίνει το ίδιο το έργο τους. Σας ευχαριστώ. Έχουμε λίγη ώρα να κάνουμε μια συζήτηση, αν υπάρχει ενδιαφέρον. Παρακαλώ, υπάρχει μικρόφωνο. Αν έχετε καλοσύνη να λέτε το όνομά σας. Λέγομαι Παναγιώτης Κυρίτσης, διδάσκο χημείας στον Καποδυστριακό. Έχω ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο του πριν μολεύει, όπως επίσης και οι φοιτητές μας. Σε τρεις διαφορετικές ημερίδες που διοργανώνουν οι φοιτητές μας, έχουν παρουσιάσει και ασχολιάσει τη ζωή και το έργο του πριν μολεύει. Δεν αναφερθήκατε στις βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει για τον πριν μολεύει. Εδώ, ίσως, κανείς να έχει μια ένσταση ότι οι βιογράφοι μερικές φορές το παρακάνουν και είναι αδιάκριτοι, διερευνούν με αδιάκριτο τρόπο τα στοιχεία τα οποία θεωρούν σημαντικά για τη ζωή αυτού που βιογραφούν. Εγώ δεν έχω διαβάσει εξαντλητικά πλήρως τις βιογραφίες. Έχω ακούσει, όμως, μια ομιλία μιας βιογράφου της Καρολ Άντζιερ, η οποία είπε το εξής. Είπε ότι ο πριν μολεύει, ως επιστήμον, ένιωθε τη χαρά να διερευνά τη λειτουργία του φυσικού κόσμου. Και εμείς οι επιστήμονες αυτό το καταλαβαίνουμε. Είναι μεγάλη χαρά, είναι μεγάλη ικανοποίηση να αποκαλύπτει στα μυστικά του φυσικού κόσμου. Και τελευταία πλευρά, ως άνθρωπος, είχε πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. Και θεωρώ, από όσα έχω διαβάσει, ότι το τέλος του εξηγείται από το γεγονός ότι αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους. Διότι, αν σκεφτούμε τη δεκαετία την τελευταία, του 80, τι έβλεπε, αναφερθήκατε στο Ισραήλ. Το Ισραήλ το 82 είχε εισβάλλει στο Λίβανο. Τότε ήταν επικριτικός. Έγραψε ο Λέβη. Τι άλλο γινόταν στην Ιταλία, ερεθρές ταξιαρχίες. Και γι' αυτό έγραψε. Έτσι, η βία, τα οποία για έναν άνθρωπο, ο οποίος, όπως τον περιγράψατε, ήταν άνθρωπος της λογικής, της ευαισθησίας, της ανθρωπιάς, ήταν παράλογα. Επίσης, έχω την αίσθηση ότι άρχισα να αισθάνεται ότι ο κόσμος ξεχνούσε. Όχι μόνο οι παλιότεροι, αλλά και κυρίως οι νεότεροι. Και όταν βλέπεις, λοιπόν, μια γενικευμένη αδιαφορία για ένα τέτοιο γεγονός, βεβαίως αισθάνεσαι ότι πλέον δεν έχεις λόγο να συνεχίσεις να ζεις. Δηλαδή, δεν σε καταλαβαίνουν, δεν επικοινωνείς με τον κόσμο. Και, επομένως, θεωρείς ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να ζεις. Εν τω μεταξύ, βεβαίως, είχα και θέματα, όπως τα αναφέρατε, οικογενειακής φύσιος, προσωπικής φύσιος και τα λοιπά. Επομένως, καλούμαστε να δούμε πώς ένας τέτοιος άνθρωπος, ο οποίος όντως άντεξε, εξέφρασε την καλή όψη του ενός ανθρώπου, απογοητεύτηκε στο τέλος, όχι από τα γεγονότα που έζησε στο Λάγκερ, αλλά από την περαιρέωσα ατμόσφαιρα την οποία έζησε τη δεκαετία του 80. Τι σχόλιο έχετε για όλη αυτή την οπτική. Ευχαριστώ πολύ. Εγώ σας είπα ήδη ότι δεν μπορούμε να μπούμε στο άδειο της αυτοκτονίας. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση γιατί αυτοκτονεί ένας άνθρωπος. Ποτέ κανείς. Και όπως διάβασα και αυτό παράθεμα του Λέβη από τη Λαστάμπα, ούτ' ο ίδιος ο αυτόχερ δεν ξέρει για ποιο λόγο κάνει αυτό το διάβημα. Εμένα προσωπικά η συζήτηση για ποιο λόγο αυτοκτόνισε ο Λέβη δεν με αφορά, δεν με ενδιαφέρει, δεν τη θέλω, δεν μ' αρέσει. Γιατί πάμε με διάφορους τρόπους να εξηγήσουμε ένα βαθύ νηστήριο, ένα άδειτο. Να μπούμε σε ένα άδειτο. Και εν τέλει εκείνο που μου χρειάζεται από τον Λέβη είναι το ίδιο το έργο του για να καταλάβω πραγματικά τι ήταν αυτό που έγινε. Να προσθέσω μια πινελιά. Έχει ενδιαφέρον. Δεν θα μπω στο άδειτο, θα αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό. Ο Λέβη αυτοκτονεί το Σάββατο 11 Απριλίου του 1987. Τρεις μέρες μετά φτάνει στο σπίτι του Φερντινάντο Καμμών, του φίλου του με τον οποίο έχει βγει βιβλίο με συνομιλίες τους. Και του συγγραφέα του Ιταλού που συζητάει με τους ξένους εκδότες για την τύχη του έργου του Λέβη. Ένα γράμμα τρεις μέρες μετά, την τρίτη, 14 πόσο είναι Απριλίου. Έκπληκτος το παραλαμβάνει ο Καμμών που ξέρει την αυτοκτονία του Λέβη και νομίζει ότι του έχει στείλει μια εξήγηση για αυτή τη δραματική πράξη. Και μόλις το ανοίγει και το διαβάζει, μένει έκπληκτος διότι το γράμμα είναι ένας ύμνος στη ζωή. Το γράμμα είναι γεωμάτο θέληση για δημιουργία, γιατί του θέτει όλα τα ζητήματα που ήταν σε κρεμότητα με τον Καλιμάρ, ο οποίος, Καλιμάρ ακούστε παιδιά, δεύτερη απόρριψη του Λέβη, είχε στείλει το αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, αυτό το αριστούργηματικό έργο. Και ο Έκτορ Μπιανκιώτης, ο Αργεντινός υπεύθυνος, είπε δεν μας άρεσε, δεν μας άρεσε στους Γάλλους. Και ο Λέβη του στέλνει μια επιστολή που γεμάτη ζωή, του έλεγε τα καινούργια σχέδια, του έλεγε συγγραφικά, του έλεγε και μόλις γίνεται γνωστή αυτοκτονία άρχισε βέβαια ο καβγάς μεταξύ των Γάλλων εκδοτών για να πάρουν τα δικαιώματα. Απλώς το αναφέρω ανεκδοτολογικά. Εγώ δεν πιστεύω ότι ήταν, ας πούμε, προφανώς τον είχαν αποθαρρύνει, αλλά μπαίνω τώρα στην εξήγηση και θα καταλάβω το άδειτο. Έτσι, αλλά είναι βέβαιο ότι είχε πάψει να παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή μετά από αγχείριση σε προστάτη. Και για κάποιον καταθληπτικό... Δύο αγχείρισεις μάλιστα. Δύο αγχείρισεις, έτσι. Είχε πάψει να παίρνει τα φαρμακά του, έχουν και αυτά μια ηλικη βαρύ. Και στους καταθληπτικούς λένε ότι η ηλικία αναισθησία επιβιδινώνει τα πράγματα, αλλά... Ο κ. Μαναλόπλος στο βάθος... Ευχαριστώ. Δεν ήταν, Νίκο. Να ανοιχτώ. Δύο ερωτήσεις θα ήθελα να κάνω. Ευχαριστώ και τους δύο μιλητές. Μιλείες ως προς την κρίζα ζώνη μέσα στο στρατόπεδο. Εγώ νομίζω, με πίστη πιο πολύ, όπως το έθεσε ο κ. Ζουμπουλάκης, ότι μέσα στο στρατόπεδο δεν καταργείται το μανιχαϊστικό μοντέλο. Θείτες και θύματα υπάρχουν. Η κρίζα ζώνη είναι διαβάθμιση μέσα στα ίδια τα θύματα. Γιατί η δικιά σας περισσότερο τοποθέτηση ήταν ότι... Που μάλλον στηρίζεσαι ότι μιλάει για ενδιάμεση ζώνη, πρώτα αυτό και δεύτερον, εκεί για την τροπή, κ. Ζουμπουλάκη. Έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ ότι τελικά η θέση σας είναι ότι η θέση σας. Μια ερμηνείας ότι η τροπή που ενιώθει ο Επιζώνη, ο Πρυμμολέβ, δεν είναι επειδή διαπιστώνει μέσα στο στρατόπεδο ότι ο καθένας είναι οκάνι του αδελφού του, αλλά ότι διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να καταλαβαίνει ότι ο καθένας είναι όμηρος του αδελφού του και φαίνεται ανάξιος μπροστά σε αυτήν την ομηρία. Καταλαβαίνω ότι δεν την ανέλαβε, δηλαδή αυτό που λέει ο ένας άλλος. Ναι, ναι. Ευχαριστώ. Νομίζω δεν υπήρχε διαφορά, αλλά για την τροπή, αν μου επιτρέπει Σταύρο, ένα λεπτό μονό. Υπάρχει μια θαυμάσια ανάλυση του Τσβετάνου Τοντόροφ, που είναι από τους καλύτερους μελετητές στρατοπεδικής φιλολογίας και του Πρυμμολέβ ιδιαίτερα, στο θαυμάσιο βιβλίο του απέναντι στο ακραίο και διακρίνει τρεις κύριες μορφές, το λέω πολύ συνοπτικά. Τη ντροπή της ανάμνησης, που περιέγραψε ο Σταύρος, γιατί θυμάσαι ότι περιέλθες την κατάσταση του ζώου, την ταπείνωση, τους εξετελισμούς και τα λοιπά. Δεύτερον, την ντροπή επειδή επέζησες, επέζησαν οι χειρότεροι, όχι οι καλύτεροι, και κυρίως, ας πούμε, επέζησες στιγμές κάποιου άλλου για τον οποία φέρεις. Και τρίτο, λέει ο Τοντόροφ, και το λέει και στο περιεδικό σύστημα θαυμάσια ο Λέβη, την ντροπή γιατί είσαι άνθρωπος. Και λέει ο Λέβη, την τρέπομαι γιατί είμαι άνθρωπος, γιατί οι άνθρωποι έφτιαξαν το Άουσβιτς και το Άουσβιτς κατάπηκε εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Αυτές οι τρεις μορφές περιγράφονται θαυμαστά, νομίζω, από τον Τοντόροφ. Συμφωνώ και εγώ με τον Θανάση, δεν είχαμε καμία διαφορά στην κρίζα ζώνη. Αναδιατυπώσαμε αυτά που λέει ο Λέβη εδώ, αλλά έχει σημασία να καταλάβουμε ότι το κεφάλαιο, το αυτοί που βγούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν είναι το βιβλίο με το οποίο λέει πια, στοχάζεται και αναστοχάζεται την εμπειρία ένα χρόνο πριν πεθάνει. Εκεί υπάρχουν δύο πραγματικά κορυφαία σημεία. Βλέπετε το ένα είναι η ανάλυση για την κρίζα ζώνη, που δείχνει ότι δεν υπήρχανε σαφή περιγράμματα στο στρατόπεδο. Υπήρχε όλη αυτή η διαβάθμιση. Δεν ήταν άσπρο-μαύρο, δηλαδή. Υπήρχε και η κρίζα ζώνη και το κεφάλαιο για την τροπή για μένα. Γιατί ο Λέβη τόλμησε να θέσει αυτό το θέμα, το οποίο εκπρότυψε, όπως φαίνεται, παράδοξο. Δηλαδή δεν νιώθουν τροπή οι θύτες, οι Γερμανοί, και νιώθουν τροπή τα θύματα και σε αυτό το παράδοξο προσπάθησε να απαντήσει με αυτόν τον δυσδυτικό τρόπο και τον τολμηρό, σε κλιμακοτά. Για να φτάσει, πιστεύω εγώ, στο κεντρικό σημείο, που είναι αυτό που είπες, Νίκο. Δηλαδή, όταν βγαίνω και ζώο και επανέρχομαι στην κανονική ζωή, τότε ντρέπω με για το βλέμμα που δεν επέστρεψα σε κάποιον που με κοίταγε παρακλητικά. Για ένα χέρι που δεν ακούμπησε έναν νόμο. Γιατί με είχαν οδηγήσει στην κατάσταση του ζώου. Και γι' αυτό που δεν έκανα, γι' αυτή την παράλειψη βοήθειας, ντρέπω με. Ντρέπω με για πάντα. Αυτό λέω, λέει, ότι είναι αυτό το αίσθημα της νεροποίησης. Και συνέχεια, δηλαδή ντρέπονται συνέχεια γι' αυτό. Είναι η σκηνή με το νερό. Ναι, η σκηνή με το νερό, ναι. Η σκηνή με το νερό, έτσι. Είναι καταδυψασμένοι, βρίσκουν μια σωλήνα νερού και αντί να ειδοποιήσουν την ομάδα, ο Λεύη με τον Αλμπέρτο, ξεδιψάνε με αυτό το θωλό και βρωμικό νερό. Αντί να ειδοποιήσουν και τους υπόλοιπους, αλλά ένα μάτι ο Ντανιέλε τους είδε. Και μετά του είπε του Λεύη, εμένα, γιατί δεν με φώναξες, έτσι. Ναι, ναι, όχι έτσι έτσι. Είναι η εξαγρύωση, η εξαγρύωση που έχεις υποστεί. Και ο Λεύη το θεματοποίησε αυτό με τόλμη, έτσι. Για να το σκεφτούμε λίγο, έτσι. Ήθελε πολύ τόλμη να το πεις αυτά τότε. Να έρχεται ένας Εβραίος και να λέει, ντρέπω με. Ντρέπεσαι, οι άλλοι πρέπει να ντρέπονται. Και ο Λεύη αναλαμβάνει να πει αυτό. Δηλαδή πρέπει να εκτιμήσουμε λίγο και την παρησία του, έτσι. Η ανάλυση για την κρίζα ζώνη είναι μια ανάλυση που είναι πάρα πολύ μεγάλη τόλμη. Ενάντια στο ρεύμα, κινείται πάντα ενάντια στο ρεύμα. Ενώ είναι αριστερός από τη νεότητά του, είναι αντάρτης στη δουστίτσια Λιμπερτά, που ήταν ο ανθός της ιανοτικής και πολιτικής πρωτοπορίας. Ενώ είναι σοσιαλιστής χωρίς κομματική ένταξη, αν και είχε μια περίοδο μετά του 1946-1947 στο κόμμα της δράσης, το οποίο μετά διαλύθηκε. Και ενώ ζει στην εποχή των άκρων, που είναι οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις, μαρξισμός, κομμονισμός από τη μια, οικονομικός φιλελευθερισμός, κοινωνικός καπιταλισμός από την άλλη, κοινωνικός χριστιανισμός, φιλελευθεριακός νοσιαλισμός, αυτός είναι έξω από αυτά τα μεγάλα συστήματα, γιατί διαθέτει πολύ μεγάλη ανεξαρτησία και ελευθερίας σκέψεις. Και τολμάει σε μια εποχή που λατρεύεται ο ήρωας, ο αντάρτης, ο πολεμιστής, ο μαχητής της ελευθερίας, του μεταπόλεμου, να μιλήσει για τα ταπεινά, εκβαρβαρισμένα θύματα των στρατοπέδων. Για αυτό και δεν τον ακούει κανείς. Να πω κάτι σε αυτό που είπε ο Θανάσης προηγουμένως. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Λέβης δεν πιστεύει στον Θεό. Το λέει ο ίδιος και αν υπήρχε ένα ήχνος πίστης, αυτό χάνεται στο Άουσβιτς. Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό με τον Καμμών, όταν παίρνει το δακτυλόγραφο, για να κάνει τις τελευταίες διορθώσεις, για να πάει για έκδοση, στο δακτυλόγραφο λέει αφού υπάρχει το Άουσβιτς δεν υπάρχει Θεός. Και εκεί με το μολύβι του διαγράφει και λέει «αναζητώ την απάντηση, μα δεν την βρίσκω». Δηλαδή, αφήνει και το ερώτημα λίγο ανοιχτό στις τελευταίες μέρες της ζωής του. Το ίδιο θέμα που ασχόλησε το Ιώνας, και κατέληξες άλλο συμπέρασμα στον δοκίμιό του, ότι ο Θεός… Να μιλήσουν κι άλλοι. Ο κ. Σπάνγκαλος, εδώ, εδώ. Εγώ θέλω να κάνω την εξυπαρατήρηση, ότι μου φαίνεται από την ανάγνωση του… εάν αυτό είναι ο άνθρωπος και αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που χάθηκαν… Που σώθηκαν. Που σώθηκαν, συγγνώμη, και αυτοί που σώθηκαν, ότι υπάρχει ένα εμείς στο έργο του Λεύη, που είναι ταυτόχρονα ηθικό και θα το βάλω σε σαγωγικά πολιτικό. Δηλαδή, θυμάμαι το σημείο εκείνο που οι Ναζοί κρεμάνε τρεις κρατούμενους, που τόλμησαν να προβούν σε κάποια πράξη αντίστασης. Μάλιστα, άθμα καλά, ο ένας από τους τρεις είναι παιδί, και περνώντας από μπροστά τους οι υπόλοιποι κρατούμενοι με σκυμμένα τα κεφάλια κάτω, αισθάνονταν αυτή την ντροπή για την οποία μας μιλήσατε. Και ταυτόχρονα την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στην αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα. Η εξέγερηση που δεν έρχεται, δηλαδή, στο Άσβης, γιατί δεν ήταν δυνατόν να έρθει, είναι ταυτόχρονα ένα ηθικό και σε σαγωγικά, ξαναλέω, πολιτικό καθήκον. Επίσης αυτό να έχει σχέση και με αυτό που είπε ο κ. Γιαλκέτσις ότι ο Λέβη έβλεπε τα πράγματα συγκεκριμένα, δηλαδή το βίωμά του και η σκέψη του ήταν συγκεκριμένη πάντα, δεν χανόταν έτσι στην καθολικότητα των μεγάλων ιδεολογικών, ας πούμε, ξάρσεων και λοιπά. Το ηθικό ήταν και πολιτικό για αυτό. Και έτσι εξηγώ εγώ και μετά την κριτική στο κράτος του Ισραήλ, που είναι συνεπέστατη μέχρι το τέλος της ζωής του. Τώρα για την ντροπή, θα μου επιτρέψετε, που το θεωρώ κι εγώ πολύ σημαντικό ζήτημα, στο Λεβινάση, στα πρώτα έργα του Λεβινάση, σε ένα βιβλίο που λέγεται «Τελεβασιόν», υπάρχει η έννοια της ντροπής μπροστά στον άλλο. Δηλαδή, ντρέπομαι για την ίδια μου την ύπαρξη και αυτό συνεχίζεται μετά στο βαθμό, ας πούμε, που δεν αναλαμβάνω την ευθύνη απέναντι στον άλλο, αλλά είναι σαν μια απριόρηση συνθήκη για τον καθένα μας στην ντροπή, ανεξάρτητα και από όσα τυχαία είναι ο καθένας να κάνει. Αυτή, όμως, είναι μια διαφορετική ντροπή. Γιατί εκεί είναι ανθρωπολογική σταθερά στο Λεβινάση. Εδώ είναι κάτι άλλο στον Λεβινάση. Εδώ έρχεται από το βίωμά τους στρατόπεδα, ναι. Αυτές τις ελάχιστις παρατηρήσω. Ωραία, ευχαριστούμε. Υπάρχει άλλη. Εδώ μπροστά ο κύριος και ο κύριος για να κάκει στο βάθος. Εγώ μια παρατήρηση θέλω να κάνω. Το όνομά σας... Ελάχιστις. Παρατήρηση που θέλω να κάνω... Λάκης Κέτος. Δύο, δύο θέλω να πω. Το πρώτο είναι πριν δυο-τρία χρόνια είχα δει μια ταινία που πολλά μου τα θύμησαν, είναι κάπως έτσι, ενός ούγγρου. Του Νέμεση. Ναι. Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι αυτή η τάση του ανθρώπου να νιώθει ανώτερος από κάποιους άλλους γύρω του, ακόμη και δίπλα του, μου φαίνεται ότι πρέπει να είναι πανάρχια. Και πολλές φορές αυτό πηγαίνει σε ακριάς περιπτώσεις. Μία από αυτές τις ακριές περιπτώσεις ήταν οι Πιγερμανοί. Βρήκαν τους Εβραίους από διάφορα κατασκευάσματα και το ένα και το άλλο και τους αλλάξαν την πίστη, τους διαλύσσαν κανονικά. Όμως, αυτό δεν σταματάει. Εκεί ολοκληρώθηκε με αυτό το πράγμα του Άουσδιστ, πώς να το πούμε και πώς να το χαρακτηρίσουμε, επειδή ήταν ολοκληρωτικό το καθεστώς της Κιτυλαιρικής Γερμανίας. Αλλά εδώ γύρω μας κάνει θράψη αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, παντού το βλέπεις. Άσε τους γύφτους που τους έχουμε. Είχα μεγάλους ομεγγύφτους μαζί και μάλλον τους ήξερα πώς τους αντιμετώπιζαν. Αλλά στη σημερινή μέρα, πρόσφυγες, μετανάσεις, ιστορίες, τους έχουν λες και είναι τρίτης κατηγορίας άνθρωποι και τένταρτης. Με μεγάλη ευκολία, αν θέλανε, αν μπορούσαν, δηλαδή, έτσι με άνεση, και τους ξελοθρεύουν. Θέλω να πω, δηλαδή, είμαστε πολύ σίγουροι ότι η Δημοκρατία γενικώς μπορεί να μας προστατεύσει από Νέα Άσβηβιτς. Αυτό είναι το ερώτημα. Πρώτα απ' όλα, ο ίδιος Σολέβη λέει ότι μπορεί να επαναληφθεί. Γι' αυτό έγραψε το βιβλίο του 1986, με μαχητική θέληση. Και πρέπει να προσθέσουμε και κάτι άλλο, ότι το έγραψε και για να καταπολεμήσει τον ιστοριογραφικό αναθεωρτισμό. Δεν το έγραψε τυχαία το 1986, το αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν. Γιατί την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει, είχε σπάσει η συζήτηση των ιστορικών, οι περίφημοι, στη Γερμανία, με τον Ελς Νόλτε και τον Χίλ Μπρούγκερ να υποστηρίζουν ότι το Άσβηβιτς ήταν απάντηση στην εξόδοση των κουλάκων του Στάλιν και τέλος πάντων υπήρχαν τα κουλάκ που ήταν το προηγούμενο παράδειγμα. Και εκεί απαντάει στεναρά, αρνείται αυτή την εξομίωση. Και λέει ότι ήταν φρικτή η θνησιμότητα στα κουλάκ, αλλά δεν υπήρχαν θάλαμια αερίων και κρεματόρια στα κουλάκ. Και δηλαδή υποστηρίζει την ιστορική μοναδικότητα της ναζιστικής γενοκτονίας. Όσο για το άλλο σκέλος, δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι υπάρχει μια καταπληκτική, γιατί έχει μια δαρβενική θεώρηση, μια ιθολογική ματιά πάνω στον άνθρωπο ως πειραματόζο στο στρατόπεδο, ο Λέβι, σε σημείο που λέει ότι μέσα στη γενετική μας κληρονομιά ως αγελέα ζώα, υπάρχει και είναι πάντα ισχυρή η τάση για κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Όσο για το τελευταίο, επιτρέψτε με, έκανα κατάχρηση, αλλά το έχω σημειώσει να το διαβάσω, μικρό κομμάτι είναι που είπατε, που τον κάνει εξαιρετικά επικοινωρό και γι' αυτό το λέω λόγο, σήμερα που ο ρατσισμός και η εξονοφοβία και ο αναθοριτισμός ιστοραιογραφικός έχουν πάρει, σηκώνουν ανάστημα και παίρνουν ανισχυτικές διαστάσεις, προειδοποιούσε ο Λέβι γράφοντας, μία φράση είναι, «Πολλοί λαοί οι άτομα συμβαίνει να θεωρούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ότι κάθε ξένος είναι εχθρός. Επιπλέον, αυτή η υπεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ψυχής σε μια λανθάνουσα μόλινση. Αν όμως αυτή η ανομολόγητη σκέψη αποτελέσει τιμίζωνα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας έρχονται τα στρατόπελα». Ο κ. Γιάννη Κάκης. Καλησπέρα. Πρώτα, μια διαπίστοση, χωρίς να έχουμε φυσικά συνολική θεώρηση του τι έχει γραφτεί, υποθεί ή δειχθεί μέσα από ταινίες όλα αυτά τα χρόνια, από το 1945 μέχρι σήμερα. Πιστεύω ότι η σημερινή εκδήλωση ανήκει στις πιο διαβγείς. Είναι καθαρές και ιδιαίτερες προσεγγίσεις του εβραϊκού ολοκαυτώματος. Εκτός αυτού, όμως, θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα. Ξεκινώντας από αυτό που και οι δύο υπογραμμίσετε, ότι η προσέγγιση του Λέβη στο εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ήταν κλινική. Δεν ήθελε, δηλαδή, να κριτικάρει, αλλά προσπαθούσε να καταλάβει. Θα ήθελα την τοποθέτησή σας γύρω από το αν σε 30, 40 ή 50 χρόνια, όταν προπολού θα έχουνε εκλείψει οι όποιοι επιζώντες, οι άνθρωποι που είχανε μία πιο ζωντανή σχέση με αυτούς τους ανθρώπους, θα μπορούσε η εμπειρία του ολοκαυτώματος, όπως θα έχει μεταφερθεί, να ξεφύγει από τον ζώφο που μοιραία προκαλεί και στεκόμαστε σε αυτό το ζώφο, μας αφήνει άναυδους, έτσι ώστε να αποτελέσει έναν οδικό χάρτη καλύτερης, ευρύτερη και βαθύτερης κατανόησης της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης συνθήκης. Έτσι ώστε η απίστευτη αυτή θυσία κάποια στιγμή να μπορέσει να δικαιωθεί μέσα από μια αξιοποίησή της, έξω από το ζώφο που είναι δαδομένο, να μπορέσουμε δηλαδή να είναι ένα εργαλείο βαθύτερης κατανόησης του ανθρώπου στο μέλλον. Ευχαριστώ. Αυτό που θα απαντούσα στον κύριο Γιαννακάκη, ο οποίος ξέρει καλά το θέμα του ολοκαυτόματος και την κινηματογραφική του εκδοχή, που πέσω τώρα από κάθε άλλο, είναι το εξής. Δεν το πιστεύω. Εάν είχε γίνει αυτή η βελτίωση των ανθρωπινων πραγμάτων, έχουν προοριγηθεί πάρα πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν αν δεν είχαμε κάνει. Απέναντίας όσο θα περνάνε τα χρόνια, λέμε, μετά από 100 χρόνια, 200 χρόνια, αν υπάρχουν οι άνθρωποι, αυτή η ένταση του ολοκαυτόματος θα μειώνεται και θα ατωνεί όλο και περισσότερο, όπως έχουν ατωνήσει προηγούμενες γενοκτονίες. Και υπάρχουν τρομερά φαινόμενα γενοκτονίας, διότι η γενοκτονία των Εβραίων, κατά την άποψή μου, το ολοκαυτόματο εγγράφεται μέσα στο σύνολο των γενοκτονιών. Είναι ένα γενοκτονικό φαινόμενο. Δεν μπορούμε να το αποσπάσουμε από τη μακρά ιστορία των γενοκτονιών, ωστόσο μέσα σε αυτό το συνεχαίνον, σε αυτή τη μακρά ιστορία των γενοκτονιών, έχει μια μοναδικότητα. Αλλά εάν το απομονώσουμε από το γενοκτονικό φαινόμενο, το καθιστούμε και λίγο ακατανόητο. Είναι ένα γενοκτονικό φαινόμενο με ακραία μοναδικότητα. Πιστεύω ότι όσο περάν τα χρόνια θα μειώνεται η έντασή του, η δύναμή του. Και μπραστώς δεν έχουμε παραδείγματα στην ιστορία που έκαναν τους ανθρώπους καλύτερους. Ένα μας διδάσκει η ιστορία ότι δεν διδασκόμαστε από την ιστορία. Απλώς μόνο να προσθέσω μία μία φράση, χωρίς πρόσθετες επεξηγήσεις. Ο Λέβης δεν συμφωνούσε, δεν του άρεσε ο όρος ολοκάφτου. Όταν είχε προβληθεί η σχετική ταινία, είχε γράψει, είχε καταλάβει ότι είχε αναζωπηρωθεί του δημόσιο ενδιαφέρον για αυτήν, αλλά τον όρο αυτό δεν τον προτιμούσε. Και πολλοί, και πολλοί δεν τον προτιμούσαν, αλλά με τους όρους γίνεται ότι όταν επιβάλλονται... για το ολοκάφτου, ξέρετε, έχει μια έννοια λες και τα θύματα τα ίδια θυσιαστήκανε, ας πούμε. Απ' την άλλη μεριά, το να υιοθετήσουμε την άποψη και σε αυτή, όπως είπαμε αντίθετα, στην άποψη του εβραϊκού όρου σωά, τι κάνει αυτό. Απομονώνει το γεγονός αυτό από την κοινή ανθρώπινη ιστορία και το ιδιαιτεροποιεί, το εγγράφει δηλαδή στην εβραϊκή περίπτωση. Ο όρος είναι ακατανόητος για τους Πέρσαντους ανθρώπους. Εγώ δεν θέλω αυτό που έγινε στο Άουρβιτς να ιδιαιτεροποιηθεί. Θέλω να κρατήσει την καθολικότητα της σημασίας του. Με όλα τα μοναδικά χαρακτηριστικά που έχει. Άλλωστε, εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, λέει. Δεν λέει εάν αυτό είναι ο Εβραίος, παρόλο που οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι. Λοιπόν, στο σημείο αυτό, να σας ευχαριστήσουμε. Να σας πω ότι εδώ, με αυτή την εκδήλωση, τελειώνει ο έκτος κύκλος εκδηλώσεων λόγων της Εθνικής Βιλιοθήκης της Ελλάδος. Ελπίζουμε να είμαστε καλά και να ακολουθήσουν κι άλλοι. Και καλό Πάσχα!
|